Επισημότητες
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 23 Ιανουαρίου 2005
Επισημότητες
Σε όλα τα χρόνια του Ελληνικού ντόπινγκ, η επίσημη πολιτική των Ελληνικών αθλητικών ομοσπονδιών γιά το θέμα υπήρξε η ίδια, αγνοούσαν την ύπαρξή του. Στη πρώτη δεκαετία η στάση αυτή ήταν απόλυτα ειλικρινής, δεν είχαν ιδέα οι άνθρωποι τι έπαιρνε ο καθένας, που το έβρισκε και τι του έκανε, ούτε ήξεραν τι θα έπρεπε να κάνουν οι ίδιοι γιά αυτό.
Καθώς πλήθαιναν οι προπονητές με τις βαλίτσες, οι διοικήσεις των ομοσπονδιών κατάλαβαν ότι ίσως να υπήρχε κάποιο πρόβλημα κάπου. Οταν άρχισαν να πιάνονται Ελληνες αθλητές ντοπαρισμένοι σε διεθνείς διοργανώσεις, τότε κατάλαβαν πιά ότι το πρόβλημα ήταν δικό τους. Αντιμετώπισαν το πρόβλημα με τη λογική του “μεμονωμένου περιστατικού” – μία κατσάδα προς τα μέσα και μία διακύρηξη προς τα έξω ότι αυτά είναι μεμονωμένα περιστατικά που αμαυρώνουν τον Ελληνικό αθλητισμό και που δεν θα γίνουν ανεκτά. Μετά η ζωή κυλούσε, ως το επόμενο μεμονωμένο περιστατικό.
Η αλήθεια είναι ότι εκείνη την εποχή τα περιστατικά που πιάνονταν ήσαν όντως μεμονωμένα, με την έννοια ότι δεν υπήρχε στις ομοσπονδίες κάποιος κεντρικός σχεδιασμός του ντόπινγκ. Ολα τα περιστατικά ξεκινούσαν με πρωτοβουλία μονάχα του προπονητή και του αθλητή, μερικές φορές μάλιστα μονάχα του αθλητή. Την εποχή εκείνη οι διοικήσεις των ομοσπονδιών ήσαν στο σύνολό τους ειλικρινά κατά του ντόπινγκ. Πολλοί από τους ανώτατους διοικητικούς παράγοντες εκείνης της εποχής είχαν υπάρξει οι ίδιοι αθλητές στις παλιές καθαρές εποχές και κρατούσαν κάποιες αξίες από τα παλιά. Το ΠΑΣΟΚ έφερε βέβαια αρκετούς αλεξιπτωτιστές στο χώρο της διοίκησης του αθλητισμού, αλλά η αλήθεια είναι, πως πέρα από τα άλλα ελαττώματά τους, ούτε αυτοί στήριξαν το ντόπινγκ. Το σκεπτικό “δεν θα με ξεφτιλίσετε εσείς εμένα” κυριαρχούσε στη σκέψη και στη πράξη όλων των διοικήσεων, που έβλεπαν κάθε περιστατικό ντόπινγκ δικού τους αθλητή που έβγαινε στο φως σαν προσωπική προσβολή.
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει όταν πλάκωσαν οι προφεσόροι τη δεκαετία του ’90. Οι άνθρωποι αυτοί ήσαν εξαιρετικά προσεκτικοί και αποτελεσματικοί. Ενώ παλιότερα τα αγωνιστικά αποτελέσματα του ντόπινγκ σπανίως δικαιολογούσαν το ρίσκο, αυτοί εδώ έφερναν αποτελέσματα χωρίς ρίσκο. Το δέλεαρ των μεταλλίων και της δόξας, που τη μοιραζότανε και η διοίκηση, ήταν πολύ μεγάλο. Τα κίνητρα που άρχισε να δίνει η πολιτεία γιά τα μετάλλια ήσαν μυθικά. Καθώς άλλες ομοσπονδίες σημείωναν επιτυχίες, το ερώτημα “γιατί αυτοί και όχι εμείς” γινότανε βασανιστικό. Το καθοριστικό σημείο όμως ήταν ότι οι προφεσόροι δεν ζητούσαν από τις ομοσπονδίες πολλά. Δύο πράγματα ήθελαν μονάχα, λεφτά, που τα έδινε το κράτος και ελευθερία κινήσεων – μην ασχολείστε με το τι κάνουμε εμείς, μην κάνετε ερωτήσεις, μην προσπαθήσετε να μας ελέγξετε. Με το νέο σύστημα το ντόπινγκ παρέμενε υπόθεση των προπονητών, μονάχα που τώρα οι καινούργιοι προπονητές ήξεραν τη δουλειά τους.
Περιέργως υπήρξαν ομοσπονδίες που αντιστάθηαν γιά καιρό. Σιγά σιγά όμως το προσεγμένο και επιστημονικό ντόπινγκ πάτησε πόδι σε όλες τις ομοσπονδίες που τεχνικά προσφέρονταν. Η πορεία αυτή δεν ήταν βέβαια απρόσκοπτη, κυρίως γιατί δεν είχαν όλοι οι προπονητές τις ίδιες ικανότητες. Σε μερικές ομοσπονδίες η διαδικασία μετάβασης στη καινούργια κατάσταση της απόλυτης ανοχής σημαδεύτηκε από μερικά τρανταχτά περιστατικά σύλληψης ντοπαρισμένων αθλητών σε διεθνείς διοργανώσεις, στο τέλος όμως το πράγμα έστρωσε. Οι προπονητές “προπονούσαν”, οι διοικήσεις κάλυπταν, το κράτος πλήρωνε και ο κόσμος χειροκροτούσε.