Πεπραγμένα
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 16 Ιανουαρίου 2005
Πεπραγμένα
Παραδοσιακά ο Ελληνικός αθλητισμός είχε ιδιαίτερες διακρίσεις στην πάλη, κάπως λιγότερες στην άρση βαρών, έβγαζε κατά καιρούς μερικούς καλούς αθλητές του στίβου, ενίοτε ακόμα και εξαίρετους, ενώ συνήθως υπήρχε και μία καλή κολυμβήτρια σε κάθε εποχή. Η Ελληνική ιστιοπλοΐα ήταν πάντα ζωντανή. Τα τεχνικά αθλήματα υπήρχαν, αλλά οι επιδόσεις τους δεν έπιαναν τα διεθνή στάνταρ. Πολλά ατομικά Ολυμπιακά αγωνίσματα ήσαν άγνωστα στη χώρα, ενώ στα ομαδικά αθλήματα που καλλιεργούσαμε, σπανίως είχαμε διεθνείς διακρίσεις. Από την πλευρά της φυσιολογίας, οι Ελληνες αθλητές έτειναν να υπερέχουν περισσότερο στην αντοχή και λιγότερο στην εκρηκτικότητα. Από την πλευρά της ψυχολογίας, οι Ελληνες αθλητές είχαν περισσότερο τη ψυχοσύνθεση του ατομικού αγωνίσματος και λιγότερο του ομαδικού. Στο επίπεδο της τεχνικής τα πράγματα ήσαν μέτρια, με την τσαπατσουλιά όχι μονάχα να επικρατεί, αλλά να διδάσκεται συστηματικά από τη μία γενιά στην επόμενη.
Στην άνθηση του Ελληνικού αθλητισμού της δεκαετίας του ’90 συνέβαλαν πολλοί παράγοντες, πρωτίστως κοινωνικοί και οικονομικοί. Στα χρόνια που προηγήθηκαν της άνθησης ανέβηκε το διαθέσιμο εισόδημα και ανέβηκε και η συνολική δαπάνη γιά τον αθλητισμό – κρατική και ιδιωτική. Ηρθαν λοιπόν στον αθλητισμό περισσότεροι νέοι, πράγμα που αποτελεί τον πρώτο όρο γιά μία αθλητική άνθηση.
Η ευμάρεια έφερε αλλαγές και στη νοοτροπία, κυρίως με την έννοια ότι αρκετοί Ελληνες άρχισαν να γίνονται γενικά πιό συστηματικοί σε ότι αναλάμβαναν να κάνουν. Αυτή η συστηματικότητα βελτίωσε σημαντικά την τεχνική σε πολλά αθλήματα, ενώ ανέβηκε και το ομαδικό πνεύμα. Στο σημείο αυτό συνέβαλαν και πολλοί ομογενείς αθλητές από την Αμερική, την Δυτική Ευρώπη και την πρώην Σοβιετική Ενωση, που ήρθαν στην Ελλάδα και δίδαξαν με το παράδειγμά τους τη συστηματικότητα και την ομαδικότητα. Εξέχουσα μορφή στην κατηγορία αυτή είναι ο Νίκος Γκάλης, αλλά αν κοιτάξτε τα βιογραφικά των αθλητών που πήραν Ολυμπιακό μετάλλιο μετά το 1992, θα δείτε ότι σχεδόν οι μισοί έχουν γεννηθεί εκτός Ελληνικών συνόρων.
Μετά συνέπεσαν χρονικά και οι εξωγενείς παράγοντες. Η κατάρρευση των σοσιαλιστικών χωρών το 1989 άνοιξε το δρόμο γιά ένα ανεπανάληπτο πλήθος μεταγραφών έτοιμων αθλητών και εκκολαπτόμενων ταλέντων, που ήρθαν στην Ελλάδα γιά να ανέβουν στο βάθρο με τα Ελληνικά χρώματα. Πολλοί από αυτούς θα είχαν ανέβει στο ίδιο βάθρο με άλλη σημαία, αν οι διεθνείς πολιτικές εξελίξεις ήσαν άλλες.
Τέλος υπήρξε μία πολιτική επιλογή των κυβερνήσεων να επενδύσουν στον διεθνή πρωταθλητισμό γιά λόγους ευρύτερης προβολής της χώρας. Εδώ μιλάμε γιά δαπάνες επικεντρωμένες σε λίγες εκατοντάδες επιλεγμένων αθλητών, με τη μορφή εγκαταστάσεων, ποιοτικής προπόνησης και κινήτρων, που είχαν ρητό και διακυρηγμένο στόχο τη μεγιστοποίηση του αριθμού των Ολυμπιακών μεταλλίων.
Οταν σε μία χώρα συντρέχουν όλοι οι παραπάνω παράγοντες, τότε σίγουρα θα υπάρξει κάποιας έκτασης αθλητική άνθηση, ακόμα και χωρίς ντόπινγκ. Εξ’ άλλου στα χρόνια αυτά υπήρξαν Ελληνικές αθλητικές επιτυχίες που δεν μπορούν να προκληθούν με καμμία μέθοδο ντόπινγκ, όπως το χρυσό μετάλλιο του Μελισσανίδη στη γυμναστική, στην Ατλάντα το 1996. Από το σημείο αυτό όμως, ως την Ελληνική επιτυχία στην Αθήνα το 2004, όπου πήραμε – κατ’ αναλογία πληθυσμού – 2,5 φορές περισσότερα μετάλλια από τους Αμερικανούς, που όπως και να το κάνουμε έχουν καλύτερη αθλητική υποδομή, υπάρχει μία διαφορά που χωρίς ντόπινγκ δεν εξηγείται.