fbpx
Άρθρα

Περί τραπεζών ο λόγος

Περί τραπεζών ο λόγος

Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην εφημερίδα KONTRANEWS στις 21.10.2018

Το τελευταίο καιρό με αφορμή τις αναταράξεις στο χρηματιστήριο και τις μεγάλες απώλειες του δείκτη των τραπεζών ακούγεται συχνά πυκνἀ στα τηλεοπτικά panels μία ακόμη συκοφαντία εναντίον της κυβέρνησης για την ανακεφαλοποίηση των τραπεζών που έγινε επί της θητείας της, ένα ακόμη δήθεν σκάνδαλο περί αφελληνισμού του τραπεζικού συστήματος και απώλειας του Δημοσίου δεκάδων δισ. ευρώ. Ας δούμε λοιπόν τα πραγματικά στοιχεία για τις τράπεζες οι οποίες στο παρελθόν λειτούργησαν ως μοχλός διαπλοκής σε σφικτό εναγκαλισμό με το πολιτικό σύστημα και τα media.

Από τα τρία μνημόνια το Ελληνικό Δημόσιο διέθεσε στις τράπεζες για την ανακεφαλοποίησή τους κεφάλαια 45,5 δισ, με δυνατότητα ανάκτησης 8.9 δις.

Από το 2008 δὀθηκαν σε δάνεια εγγυήσεις, ομόλογα κλπ περίπου 240 δισ. Μόνο το 2012-2013 διατέθηκαν μέσω του ΤΧΣ 40 δισ που φούσκωσαν το δημόσιο χρέος ανάλογα. Η λεηλασία στο χρηματοπιστωτικό τομέα είχε ήδη ξεκινήσει. Μόνο επί κυβέρνησης Σαμαρά οι τιμές των μετοχών Εurobank και Εθνικής πουλήθηκαν 0,30 και 2,54 ευρώ αντίστοιχα όταν το ελληνικό Δημόσιο τις είχε αγοράσει 1,54 και 4,29 ευρώ αντίστοιχα.

Με την μέθοδο της αύξησης μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών η κυβέρνηση Σαμαρά δρομολόγησε τον έλεγχο των τραπεζών από ιδιωτικά διεθνή και εγχώρια κεφάλαια και δημιούργησε τις συνθήκες απαξίωσης της περιουσίας του Δημοσίου με την αποδοχή της απώλειας δικαιωμάτων της πλειοψηφίας, αλλά και με το χάρισμα των warrants (δικαιώματα αγοράς μετοχών), ενός κερδοσκοπικού εργαλείου, στους ιδιώτες μετόχους. Αυτό ανάγκασε το ΤΧΣ να διαθέτει τις μετοχές του μόνο σε συγκεκριμένες ημερομηνίες, ακόμη κι αν οι τιμές τους ήταν συμφέρουσες, με αποτέλεσμα να μην υπάρχουν έσοδα να μειώσουν το κόστος της ανακεφαλοποίησης για το Δημόσιο.

Ποιά ήταν λοιπόν η περιουσία του Δημοσίου στις τράπεζες που δήθεν απώλεσε η σημερινή κυβέρνηση; Ηταν μηδενική. Το γεγονός ότι το Δημόσιο κατείχε μέσω του ΤΧΣ το 55% των μετοχών δεν είχε κανένα αντίκρυσμα. Οι μετοχές αυτές ήταν «προνομιούχες» μεν στο όνομα, αλλά το μοναδικό προνόμιο που εξασφάλιζαν στο Δημόσιο ήταν έναν εκπρόσωπο στις τράπεζες χωρίς κανένα δικαίωμα ψήφου στις αποφάσεις των μετόχων ή στη διοίκηση. Με τη τελευταία ανακεφαλοποίηση το ποσοστό συμμετοχής του ΤΧΣ στις τράπεζες μειώθηκε μεν περαιτέρω (11-30%), όμως οι νέες «κοινές» μετοχές έχουν πλήρη δικαιώματα ψήφου και μπορούν να ασκούν το ρόλο τους ουσιαστικά. Επιπλέον το 75% των μετοχών έχουν τη μορφή ειδικών ομολογιών με πολύ υψηλό επιτόκιο (8%), επωνομαζόμενες “CoCos,” γεγονός που δίνει κίνητρο στους επενδυτές να ξοφλήσουν γρήγορα και το Δημόσιο να πάρει πίσω τα χρήματά του.Εάν δε φανούν ασυνεπείς στις πληρωμές τους δύο φορές, τα CoCos μετατρέπονται σε κοινές μετοχές με πλήρη δικαιώματα στο 116% της αξίας τους, με αποτέλεσμα οι ιδιώτες να έχουν ισχυρό κίνητρο αποπληρωμής αν θέλουν να διατηρούν τον έλεγχο των τραπεζών τους.

Με την τελευταία ανακεφαλοποίηση η συμμετοχή ιδιωτών μετόχων μείωσε σημαντικά την κρατική ενίσχυση από 25 δισ. σε 5 δισ. επιβαρύνοντας λιγότερο το δημόσιο χρέος, όμως, παρά τη μείωσή του, το ποσοστό του Δημοσίου στις τράπεζες, παραμένει σημαντικό και μακροπρόθεσμα με την πώληση των μετοχών θα ανακτηθεί μεγάλο μέρος της ζημιάς ενώ έσοδα προσδοκώνται και από την είσπραξη του ετήσιου τόκου των ειδικών ομολογιών μέχρι τη τελική αποπληρωμή τους.

Τέλος, οι προηγούμενες ανακεφαλοποιήσεις δεν αντιμετώπισαν ποτέ το πρόβλημα των μη εξυπηρετούμενων δανείων ενώ η τελευταία ανακεφαλαιοποίηση συνδέεται γιά πρώτη φορά με ένα σχέδιο δράσης για την μείωσή τους, ώστε να μπορούν οι τράπεζες να παρέχουν ρευστότητα στις επιχειρήσεις.

Ποιά είναι η αλήθεια λοιπόν στις κατηγορίες της ΝΔ ότι η κυβέρνηση απέτυχε να αντιμετωπίσει το θέμα των κόκκινων δανείων και σ’αυτό οφείλονται οι πιέσεις στο χρηματιστήριο; Τον Ιούνιο 2010 τα κόκκινα δάνεια ήταν 31,8 δισ. και έφθασαν τα 97,68 δισ. τον Δεκέμβριο 2014, δηλαδή αύξηση 300%. Σήμερα βρίσκονται στα 88,8 δισ. Δηλαδή, όχι μόνον σταμάτησε η αλματώδης αύξηση και σταθεροποιήθηκε η κατάσταση αλλά έχουμε αποκλιμάκωση, καταγράφοντας μείωση 10%.  Η ίδια εικόνα καταγράφεται και στα επιχειρηματικά δάνεια,

Επομένως με τα γαλαζοπράσινα μνημόνια τα κόκκινα δάνεια έκαναν πάρτι, σπάζοντας κάθε ρεκόρ ενώ με τον ΣΥΡΙΖΑ στην εξουσία επιτέλους μειώνονται. Πάντως, ο ρυθμός μείωσης των κόκκινων δανείων επιβάλλεται να τρέξει γρηγορότερα. Μπορεί οι αυξομειώσεις στο χρηματιστήριο να μην επηρεάζουν την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών, αντανακλώντας συνήθη παιχνίδια κερδοσκοπίας, όμως η γρήγορη μείωση των κόκκινων δανείων θα συμβάλλει στην αποφυγή επιθετικών κινήσεων που βάζουν στο στόχαστρο τις τράπεζες, δημιουργώντας αβεβαιότητα στην ελληνική οικονομία.

Ελένη Αυλωνίτου

Βουλευτής Β’ Αθηνών

www.avlonitou.gr