Κόστη και πρότυπα
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 27 Μαΐου 2007
Κόστη και πρότυπα
Μιλάμε σήμερα πιά γιά την κληρονομιά των αγώνων του 2004 με όρους χρεών, ξεπουλημένων Ολυμπιακών εγκαταστάσεων και ξεφτισμένων ονείρων αρχαιοπρεπούς κλέους, γιά να είμαστε όμως απόλυτα ειλικρινείς οι Ολυμπιακοί αγώνες της Αθήνας του 2004 φαίνεται πως έδωσαν κάτι συγκεκριμένο στον θεσμό, κάτι που ξεπερνάει τα Ελληνικά όρια. Η νεώτερη αυτή Ελληνική συμβολή στους αγώνες σιγά-σιγά αρχίζει να φανερώνεται και αφορά την οργανωτική και οικονομική πλευρά των αγώνων. Είναι γνωστό ότι από το 1984 στο Λος Αντζελες έχει επικρατήσει στους Ολυμπιακούς αγώνες το οργανωτικό και οινονομικό μοντέλο Ουέμπεροθ, που συνίσταται στον σχετικό περιορισμό του κόστους των αγώνων μαζί με την απόλυτη εμπορευματοποίησή τους. Που είδα τον περιορισμό του κόστους; Οχι στην Αθήνα φυσικά, είδα όμως σχετικό περιορισμό του κόστους στο Λος Αντζελες, στη Βαρκελώνη, στην Ατλάντα και στο Σίδνεϋ. Αναφέρομαι βεβαίως σε σχετικά μεγέθη, αφού καθώς γιγαντώνονται συνεχώς οι αγώνες το απόλυτο κόστος ανεβαίνει, η προσέγγιση Ουέμπεροθ όμως προτείνει συγκεκριμένα μέτρα γιά τον περιορισμό αυτού του καλπασμού του κόστους.
Παλιά, πριν το 1976, η πόλη και η χώρα που αναλάμβαναν τους αγώνες το έπαιρναν απόφαση ότι θα ξοδευτούν σε έργα βιτρίνας, αλλά οι αγώνες ήσαν τότε μικρότεροι και δεν ήταν τόσο μεγάλο το πρόβλημα. Μετά τους οικονομικά καταστροφικούς αγώνες του Μόντρεαλ το 1976, αρχίζοντας από το Λος Αντζελες το 1984, οι αγώνες άρχισαν να αντιμετωπίζονται ως εμπορική επιχείρηση. Στο σκέλος των εσόδων, οι διοργανωτές φρόντισαν να αξιοποιήσουν τις δυνατότητες διαφήμησης στο έπακρο, κατοχυρώνοντας τα Ολυμπιακά σήματα και εμπορευόμενοι κάθε δυνατότητα διαφημιστικού εσόδου που μπορούσε να βρεθεί. Το σκέλος αυτό κατοχυρώνεται πιά νομικά στο συμβόλαιο που υπογράφουν οι διοργανώτριες πόλεις με την ΔΟΕ, οπότε και να θέλει κάποιος διοργανωτής, δεν μπορεί να αποκλίνει στο ελάχιστο εδώ. Παράλληλα όμως, όπως κάθε επιχείρηση, οι Ολυμπιακοί αγώνες προσπάθησαν να περιορίσουν και τα έξοδα. Εξετάζοντας την περίπτωση Μόντρεαλ, οι Αμερικανοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι, η δαπάνη που ξετίναξε το ταμείο ήταν το τεράστιο κόστος των Ολυμπιακών εγκαταστάσεων. Επέλεξαν λοιπόν να προκρίνουν ένα συνδυασμό πέντε μέτρων γιά να μην επαναληφθεί πάλι αυτό το συμβάν: 1. Επιλέγουν ως διοργανώτρια μία πόλη που διαθέτει ήδη σημαντικές υποδομές αθλητικών εγκαταστάσεων, 2. Περιορίζουν τις ανακαινίσεις των υπαρχουσών εγκαταστάσεων στο ελάχιστο απαραίτητο, 3. Γιά όσα αθλήματα δεν υπάρχουν ήδη εγκαταστάσεις, χρησιμοποιούν αν γίνεται προσωρινές φτηνές λυόμενες κατασκευές, που διαλύονται μετά τους αγώνες, 4. Οπου δεν μπορεί να εξυπηρετηθεί η κατάσταση με λυόμενη κατασκευή, κατασκευάζουν ένα κανονικό και ακριβό έργο, φροντίζοντας όμως να έχουν εξασφαλίσει από το στάδιο της χωροθέτησης την μεταολυμπιακή επικερδή του χρήση (πχ στην Ατλάντα το Ολυμπιακό Στάδιο είχε ένα παράξενο έκκεντρο σχήμα, αφού κατασκευάστηκε γιά γήπεδο μπέϊζμπολ με εξασφαλισμένη πελατεία από την επόμενη της λήξης των αγώνων). 5. Χωροθετούν ότι καινούργιο πρέπει να γίνει, μόνιμο ή λυόμενο, σε τόπους που εξυπηρετούνται επαρκώς συγκοινωνιακά.
Από το μοντέλο αυτό απέκλιναν συνειδητά μετά το 1984 η Σεούλ και το Πεκίνο, επιλέγοντας να κάνουν Ολυμπιακούς αγώνες “παλαιού τύπου” στο σκέλος των δαπανών. Οι δύο αυτές επιλογές υπήρξαν συνειδητές αποφάσεις κυβερνητικής πολιτικής και στις δύο χώρες της Απω Ανατολής, αφού και στις δύο περιπτώσεις οι αγώνες αξιοποιήθηκαν από τις αντίστοιχες κυβερνήσεις ως εισιτήριο γιά την εξασφάλιση της πολιτικής αποδοχής της Δύσης. Κορεάτες και Κινέζοι εκτίμησαν ότι με τον τρόπο αυτόν, δεν αγοράζουν μονάχα αθλητισμό και τουρισμό, αλλά σημαντικότερα πράγματα που άξιζαν την παραπάνω δαπάνη. Στην Αθήνα όμως τι αγοράσαμε που αξίζε τόσα λεφτά; Ρεμούλα θα μου πείτε, ώσπου να δούμε την επόμενη βδομάδα πως εξελίσονται τα πράγματα στο Λονδίνο…