Και στο ταμείο…
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 6 Μαΐου 2007
Και στο ταμείο…
Επισημαίνεται συχνά από ορισμένους ότι η καθιέρωση πριν από χρόνια του πλήρως επαγγελματικού ποδοσφαίρου υπήρξε η ρίζα της κακοδαιμονίας που μαστίζει το Ελληνικό ποδόσφαιρο σήμερα. Την ίδια στιγμή κάποιοι άλλοι θεωρούν οποιαδήποτε αμφισβήτηση του επαγγελματικού πρωταθλήματος απολύτως ουτοπική. Εγώ δεν μπορώ να συμφωνήσω απόλυτα με καμμία από τις δύο αυτές απόψεις. Επαγγελματικά πρωταθλήματα έχουν πολλές χώρες, χωρίς αυτά να συνοδεύονται απαραίτητα με τα δικά μας ρεζιλίκια. Την ίδια στιγμή όμως η διατήρηση ενός πλήρως ερασιτεχνικού πρωταθλήματος υψηλού επιπέδου είναι απόλυτα εφικτή – λαμπρό παράδειγμα η Δανία.
Το μεγάλο πρόβλημα με το επαγγελματικό ποδόσφαιρο στην Ελλάδα εντοπίζεται κυρίως στον επακριβή προσδιορισμό του επαγγέλματος που ασκούν οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ. Ποδοσφαιριστές και προπόνητες είναι επαγγελματίες που παίζουν ποδόσφαιρο ή προπονούν ομάδες. Οι ιδιοκτήτες των ΠΑΕ όμως τι επάγγελμα ασκούν; Παραδοσιακά η έννοια της επαγγελματικής αθλητικής ομάδας στην Ευρώπη και στην Αμερική εντάσσεται στον κλάδο της παροχής αθλητικού θεάματος. Η ιδιότητα αυτή φέρνει τον επαγγελματικό αθλητισμό κοντά στα τηλεοπτικά κανάλια και τη διαφήμιση, οπότε συμβαίνει (στην Αμερική τουλάχιστον) να ελκύει επιχειρηματίες που ασχολούνται με αυτούς τους κλάδους. Το επιχειρηματικό τους σχήμα είναι απλό, παράγουν και πουλάνε αθλητικό θέαμα.
Στην Ελλάδα τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά. Εδώ έχουμε ουσιαστικά τέσσερεις επικρατούσες επιχειρηματικές μορφές, πέρα από τη βασική που ανέφερα πιό πάνω: 1) Επιχειρηματίες άλλων κλάδων που αγοράζουν μία ΠΑΕ γιά να εξασφαλίσουν κοινωνική προβολή. Αυτοί οι άνθρωποι είναι στην ουσία ερασιτέχνες και τους φαίνεται. Με τα χρόνια φθίνουν ως είδος. 2) Επιχειρηματίες που εμπορεύονται επώνυμα καταναλωτικά είδη και που επιδιώκουν να εξασφαλίσουν πελατεία από την ταύτιση του ονόματος της ομάδας τους με το όνομα του προϊόντος τους. Η SKODA Ξάνθη είναι το προφανέστερο παράδειγμα, αλλά τα πολλά λεφτά έπεσαν στα πρώτα χρόνια τη κινητής τηλεφωνίας, όταν οι Ολυμπιακοί αγόραζαν Πάναφον και οι Παναθηναϊκοί αγόραζαν Τελεστέτ, αφού μεγαλομέτοχοι των δύο αυτών ομίλων ήσαν ο Κόκκαλης και ο Βαρδινογιάννης αντίστοιχα. 3) Επιχειρηματίες που αγοράζουν μία ΠΑΕ γιά να εξασφαλίζουν μέσω αυτής κρατικές επιδοτήσεις και φοροαπαλλαγές. Εδώ τα σκήπτρα στην Ελλάδα τα κρατάει ο Κόκκαλης, που πήρε πεσκέσι το Καραϊσκάκη μόνο και μόνο γιατί είναι ιδιοκτήτης του Ολυμπιακού, αλλά η μηχανή αυτή δεν είναι Ελληνική πατέντα, την είχαν τελειοποιήσει οι Αμερικανοί από τη δεκαετία του 1930. 4) Επιχειρηματίες που εργάζονται ως προμηθευτές του δημοσίου με κάποια μορφή και που θεωρούν – πολύ σωστά – ότι αν έχουν μία δημοφιλή ποδοσφαιρική ομάδα, μπορούν εύκολα να εκβιάζουν το δημόσιο γιά να παίρνουν δουλειές.
Το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι ότι επικρατεί στο ποδόσφαιρο αυτή η τελευταία κατηγορία των προμηθευτών του δημοσίου. Αυτό είναι πρόβλημα όχι μονάχα γιατί τα εμπλεκόμενα ποσά είναι τεράστια, αλλά γιατί οι επιχειρηματίες αυτοί χρησιμοποιούν το ποδόσφαιρο όχι ως επιχείρηση, αλλά ως μέσο άσκησης πολιτικής πίεσης στη κυβέρνηση. Ετσι πράγματα και καταστάσεις που δεν θα τα ρισκάριζε ένας αμιγής επιχειρηματίας, μπορεί να τα ρισκάρει όποιος επιδιώκει σε πρώτη φάση την απόκτηση πολιτικής επιρροής και μονάχα σε δεύτερη φάση την απόκτηση επιχειρηματικού κέρδους μέσω της πολιτικής επιρροής. Το χαριτωμένο είναι ότι ακόμα και με τη μορφή του ημιεπαγγελματικού ή και του ερασιτεχνικού ποδοσφαίρου, ένας επιχειρηματίας που θα αναλάβει πρόεδρος μιάς ομάδας και θα της χαρίζει λεφτά μπορεί να ασκήσει μιά χαρά την ίδια μηχανή. Θέλει πολιτικό θάρρος άλλης κατηγορίας το σπάσιμο αυτού του φαύλου κύκλου.