Η μεγάλη αντίφαση
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 3 Δεκεμβρίου 2006
Η μεγάλη αντίφαση
Ο Βαρώνος ντε Κουμπερτέν είχε ξεκαθαρίσει από την αρχή, πρίν ακόμα από την αναβίωση των σύγχρονων Ολυμπιακών αγώνων το 1896, ότι η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς αγώνες ήταν μονάχα γιά τους λίγους και εκλεκτούς. Κάτι η αρχαία ιστορία των αγώνων, κάτι η πολιτική και ταξική ανάγκη που εκλήθησαν να καλύψουν οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες, κάτι οι περιορισμοί που ετέθησαν στους αθλητές με την αρχή του ερασιτεχνισμού, κάτι το γεγονός ότι ο περισσότερος κόσμος δεν είχε τον χρόνο και την οικονομική δυνατότητα να κυνηγάει όλη τη μέρα ένα κότινο, η αρχή της αποκλειστικότητας του Βαρώνου έγινε αποδεκτή ως αυτονόητη και δεν αμφισβητήθηκε ποτέ.
Αντίστοιχα προς τους Ολυμπιακούς αγώνες οργανώθηκαν και οι υποκείμενες βαθμίδες του ερασιτεχνικού αθλητισμού. Ο σπόρτσμαν ήταν κάτι το ξεχωριστό, ακόμα και αν οι αθλητικές του δυνατότητες ήσαν μέτριες. Θα έφτανε μέχρι εκεί που μπορούσε αθλητικά, κινούμενος όμως μεταξύ των ομοίων του. Το πόπολο δεν ήταν βέβαια διοικητικά αποκλεισμένο, ήταν όμως ταξικά. Το αρχικό μοντέλο του αθλητισμού της ΔΟΕ ήταν σχεδιασμένο γιά εισοδηματίες.
Ποικίλες ανάγκες της κοινωνίας άνοιξαν τον αθλητισμό σε περισσότερους ανθρώπους στις δεκαετίες που ακολούθησαν. Οι Ολυμπιακοί αγώνες ανοίχτηκαν στους επαγγελματίες αθλητές, που εκτόπισαν τελικά τους αστούς ερασιτέχνες, δημιουργώντας έναν καινούργιο οικονομικό κλάδο. Στις καπιταλιστικές κοινωνίες όμως ο αθλητισμός γιά όλους και σε όλες τις ηλικίες δεν έγινε ποτέ στόχος της κοινωνίας και του κράτους. Πριν από έναν αιώνα βέβαια η υγειονομική παράμετρος του θέματος δεν ήταν τόσο σοβαρή, αφού οι περισσότεροι άνθρωποι εκινούντο εργαζόμενοι, πέθαιναν συχνότερα από μολυσματικές παρά από εκφυλιστικές ασθένειες και υπέφεραν περισσότερο από έλλειψη παρά από περίσσεια φαγητού.
Γιά ιστορικούς λόγους ο κόσμος του αθλητισμού δεν είχε ποτέ πραγματικό στόχο τον αθλητισμό γιά όλους. Ο ιατρικός κόσμος αντίθετα επεδίωκε πάντα την υγεία γιά όλους, αφού από την εποχή των μεγάλων μολυνσματικών επιδημιών οι γιατροί εκπαιδεύονται με αυτή τη νοοτροπία. Ο αθλητισμός με την ιατρική είχαν πάντα στενές και πυκνές συναντήσεις, συνήθως με την ιατρική να εξυπηρετεί τον αθλητισμό και να μαθαίνει κάτι από την εμπειρία αυτή, αλλά η αντίθετη σχέση, με τον αθλητισμό να εξυπηρετεί μαζικά την ιατρική, δεν προέκυπτε.
Μετά όμως η τεχνολογία ανέτρεψε τα πάντα. Ο αμαξάς έγινε οδηγός λεωφορείου, η μέση διάρκεια της ζωής του ανέβηκε στα ογδόντα και άρχισε να πεθαίνει από καρδιοπάθειες, αντί να πεθαίνει από ευλογιά ή φυματίωση. Η ιατρική επιστήμη κατέληξε σύντομα στο ορθό επιστημονικό συμπέρασμα: “πρέπει να κινείσαι περισσότερο” είπε η ιατρική στον οδηγό. Σωστά, αλλά συχνά σε άλλο κόσμο ζει ο καρδιολόγος και σε άλλο κόσμο ζουν οι ασθενείς του. Οταν ο κόσμος στον οποίο ζει ο μέσος εργαζόμενος δεν του παρέχει ευκαιρίες σωματικής δραστηριότητας στα πλαίσια της καθημερινής ζωής του, η επί τούτου επιδίωξη της σωματικής δραστηριότητας μέσω του αθλητισμού και της γυμναστικής αποτελεί συχνά μία επιπλέον δαπάνη σε χρήμα και σε χρόνο.
Ας επανέλθουμε στην περίφημη ρήση του Φιντέλ Κάστρο: «Κανείς δεν θα μείνει έξω από το δικαίωμά του στην άθληση, ακόμα και όταν η σωματική του αρτιμέλεια δεν τον βοηθά». Γιά τη ΔΟΕ και το διεθνές αθλητικό σύστημα αντίθετα, η βασική αρχή ήταν πάντα: «Κανείς να μην μείνει έξω από το δικαίωμά του στην άθληση, όταν η σωματική του αρτιμέλεια τον βοηθά», ενώ γιά τη σύγχρονη καρδιολογία η αντίστοιχη αρχή είναι: «Κανείς να μην μείνει έξω από το δικαίωμά του στην άθληση, ιδιαίτερα όταν η σωματική του αρτιμέλεια δεν τον βοηθά».
Εδώ προκύπτει το πρακτικό πρόβλημα, ποιός και πως θα μπορέσει να προωθήσει την τακτική άσκηση ως τρόπο ζωής σε ανθρώπους με διαφορετικές ηλικίες, διαφορετική φυσική κατάσταση, διαφορετικά κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα; Αυτή είναι διεθνώς η μεγάλη πολιτική πρόκληση για τα αρμόδια υπουργεία Αθλητισμού, Υγείας, και Παιδείας σε όλο τον κόσμο.
