Η μονομανία του αθλητή
Η Ματιά της Ελένης
Αρθρο της Ελένης Αυλωνίτου στην ΑΥΓΗ, 4 Δεκεμβρίου 2005
Η μονομανία του αθλητή
Στην ερώτηση γιατί πήγε η Κέλλι Γουάϊτ στον Κόντε το 2003, ενώ παλιότερα είχε απορρίψει κάθε σκέψη γιά ντόπινγκ, η ίδια έδωσε μία απάντηση που ίσως να μην φαίνεται πολύ πειστική στον περισσότερο κόσμο. Γιά την αρχική της απόφαση να αγωνίζεται καθαρή από φάρμακα, είπε ότι «δεν πίστευα τότε ότι χρειαζότανε πραγματικά κάποιο φάρμακο γιά να μπορείς να τρέξεις». Απλό και καθαρό. Γιά τη μεταστροφή του 2003 δήλωσε κατηγορηματικά ότι δεν είχε κίνητρο ούτε τα λεφτά, ούτε τα μετάλλια, ούτε τη δόξα και τη δημοσιότητα. Μοναδικό της κίνητρο ήταν το «να μπορεί να τρέξει». Ενοιωθε δηλαδή ότι μπορούσε να τρέξει, αλλά την εποχή εκείνη δεν μπορούσε. Δέχτηκε κα επεζήτησε να πάρει αναβολικά, μόνο και μόνο γιά να ικανοποιήσει την αίσθησή της ότι «μπορεί να τρέξει». Αν σκεφτεί κανείς ότι από την στιγμή που «μπόρεσε να τρέξει» με τη βοήθεια του κ. Κόντε, κέρδισε περίπου 620.000 δολλάρια σε ένα χρόνο και τη σπάνια διάκριση να είναι μόλις η τρίτη γυναίκα στον κόσμο που κατάφερε να πάρει χρυσό στα 100 και στα 200 μέτρα σε παγκόσμιο πρωτάθλημα στίβου, ο μέσος άνθρωπος θα μπορούσε να υποθέσει ότι μας δουλεύει και η ίδια και ο δικηγόρος της. Μπορούσε όμως να είχε κρατήσει και τα λεφτά και τα μετάλλια χωρίς συνέπειες, πέρα από μία, να μην ξανατρέξει. Προτίμησε να τα δώσει πίσω με ένα μόνο αντάλλαγμα, να ξανατρέξει. Τρελή κατάσταση!
Τρελή, αλλά και απόλυτα ειλικρινής. Οποιος δεν μπορεί να την καταλάβει, δεν καταλαβαίνει την ψυχολογία του αθλητή υψηλών επιδόσεων, οπότε δυσκολεύεται να καταλάβει και το πως μπλέκουν αυτοί οι αθλητές τόσο εύκολα με το ντόπινγκ. Στα ψηλότερα επίπεδα του αθλητισμού το αγώνισμα γίνεται γιά τον αθλητή αυτοσκοπός και η συμμετοχή γίνεται μονομανία. Είναι βέβαια παραπάνω από ευπρόσδεκτα όλα τα υλικά και ηθικά οφέλη που συνοδεύουν τη νίκη, γιά τον αθλητή όμως το μεγαλύτερο κέρδος είναι η νίκη από μόνη της, ενώ η συμμετοχή γίνεται ανάγκη. Αυτό δεν είναι εύκολο να το εξηγήσεις στον μέσο άνθρωπο, αλλά μπορώ να σας το βεβαιώσω από προσωπική πείρα. Οταν εγώ προσωπικά άρχισα να ρωτάω τον προπονητή μου «γιατί κολυμπάω» σηματοδότησα και την λήξη της συμμετοχής μου στον πρωταθλητισμό. Ετσι παράτησα την κολύμβηση σε ηλικία 17 ετών, αν και δεν είχα πτώση επιδόσεων, αλλά μονάχα ψυχολογικής προέλευσης ανακοπή της συνεχούς βελτίωσης. Ξαναγύρισα στην κολύμβηση μετά από ενάμισυ χρόνο και σε οκτώ μήνες είχα ξαναγίνει πρωταθλήτρια Ελλάδας με νέο πανελλήνιο ρεκόρ. Ξανάρχισα να ρωτάω «γιατί κολυμπάω», οπότε τα παράτησα οριστικά και έφυγα στο εξωτερικό γιά σπουδές. Θα μπορούσα να είχα καθυστερήσει τις σπουδές γιά ένα χρόνο και να είχα συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς αγώνες της Μόσχας, αλλά δεν θεώρησα τη δεύτερη Ολυμπιακή συμμετοχή αρκετά σημαντική υπόθεση. Θα μπορούσα να είχα πάρει αναβολικά και να είχα σημαντικές πιθανότητες διάκρισης στη Μόσχα, αλλά κάτι που δεν έχει σημασία δεν αξίζει και καμμία ιδιαίτερη προσπάθεια. Η Κέλλι Γουάϊτ προφανώς είχε άλλες προτεραιότητες, αφού απλά δεν αναρωτήθηκε ποτέ «γιατί τρέχω». Πέρα από αυτή τη μία ερώτηση που δεν έκανε, εγώ την καταλαβαίνω και την πιστεύω απόλυτα.
Αν το δείτε έτσι θα καταλάβετε ότι οι κορυφαίοι αθλητές είναι και εξαιρετικά ευάλωτοι, αφού έχουν κάποιες ψυχολογικές ιδιομορφίες, που επιτρέπουν σε όποιον τους καταλαβαίνει να τους παίζει όπως θέλει. Η περίπτωση της Κέλλι Γουάϊτ όμως κρύβει και άλλα κόλπα, που θα τα δούμε την άλλη βδομάδα.