ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΩΣ ΕΚΦΡΑΣΗ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΑΝΑ ΤΟΥΣ ΑΙΩΝΕΣ
Ομιλία της Ελένης Αυλωνίτου στον Σύνδεσμο Αιγυπτιωτών Ελλήνων στις 15 Οκτωβρίου 2001
Στην αρχαιότητα κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων σταματούσε ο πόλεμος και επικρατούσε Εκεχειρία, έτσι ώστε η συμμετοχή των αθλητών των πόλεων – κράτών να είναι απερίσπαστη. Αντίθετα, στις ημέρες μας οι Ολυμπιακοί Αγώνες έχουν διακοπεί εξαιτίας πολέμων ή έχει διαταραχθεί η διεξαγωγή τους από πολιτικές αντιπαραθέσεις. Με άλλα λόγια στην αρχαιότητα σταμάταγαν οι πόλεμοι για να συνεχισθούν οι αγώνες, στις ημέρες μας σταματούν οι αγώνες για να συνεχισθεί ο πόλεμος.
Για παράδειγμα, οταν ξέσπασε ο Α’ Παγκόσμιος πόλεμος οι αγώνες του 1916 στο Βερολίνο ματαιώθηκαν. Το ίδιο έγινε και για το 1940. Αρχικά είχαν δοθεί στο Τόκιο, αλλά το 1938 η Ιαπωνία ενεπλάκη σε πόλεμο με την Κίνα και απέσυρε την υποψηφιότητά της. Ετσι οι αγώνες δόθηκαν στο Ελσίνκι μέχρι που η Ρωσία εισέβαλλε στη Φιλανδία και οι αγώνες ακυρώθηκαν, ενώ το ίδιο συνέβη επίσης και για τους αγώνες του 1944 στο Λονδίνο.
Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, η συμμετοχή των κρατών στους Ολυμπιακούς αγώνες απετέλεσε επιβεβαίωση ή αν θέλετε νομιμοποίηση της ύπαρξής τους ή του επικρατούντος καθεστώτος τους. Οι Ρώσοι είδαν την ανάθεση των Ολυμπιακών Αγώνων του 1980 ως επιδοκιμασία του πολιτικού τους συστήματος, ενώ η αποχή των Αμερικανών από τους ίδιους αγώνες εξέφραζε την αποδοκιμασία τους στη Ρωσική επέμβαση στο Αφγανιστάν. Αντίθετα, η αποχή των Ρώσων και των συμμάχων τους από τους Ολυμπιακούς του Λος – Αντζελες ήταν απάντηση στην Αμερικανική αποχή το 1980 στη Μόσχα.
Πρόσφατα η διοργάνωση των Ολυμπιακών Αγώνων του 2008 δόθηκε στη Κίνα που την είχε διεκδικήσει επίμονα ως επιβεβαίωση της αποδοχής του νέου παγκόσμιου ρόλου της από τη Δύση. Οι αντιρρήσεις ήταν πάρα πολλές με κύρια αιχμή τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις πολιτικές ελευθερίες που στη χώρα αυτή είναι κατά πολύ υποβαθμισμένα. Η ανάθεση αυτή όμως μπορεί να λειτουργήσει προς τη κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού και του σεβασμού των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθως θέτει τη Κίνα στο επίκεντρο της διεθνούς πίεσης γιά αυτά τα θέματα. Μένει να δούμε αν η Κίνα θα έχει φέρει σε επτά χρόνια από τώρα το επίπεδο του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τουλάχιστον στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή της Διεθνούς Κοινότητας. Ως τέτοιος μοχλός πίεσης γιά τον εκδημοκρατισμό της χώρας είχε λειτουργήσει η ανάθεση της διοργάνωσης των Ολυμπιακών Αγώνων του 1988 στη Ν. Κορέα.
Μέχρι πριν κάποια χρόνια οι Αγώνες δεν είχαν Παγκόσμια συμμετοχή, εξαιτίας του αποκλεισμού από τους αγώνες της Νοτιο-Αφρικανικής Ενωσης. Ετσι ο αποκλεισμός μιας χώρας από τους αγώνες έφθασε να σημαίνει στη Παγκόσμια Κοινότητα τη μη αποδοχή της νομιμότητας αυτής της χώρας στην άσκηση της πολιτικής της όσον αφορά τις Δημοκρατικές ελευθερίες και ανθρώπινα δικαιώματα.
Τα θύματα σε αυτές τις περιπτώσεις δεν ήταν τα κράτη αυτά καθαυτά, αλλά οι νεαροί ταλαντούχοι αθλητές, οι οποίοι απεκλείοντο από την ανάδειξη του ταλέντου τους παγκοσμίως. Ετσι οι υποστηρικτές της ιδέας ότι στους Ολυμπιακούς αγώνες περισσεύει η πολιτική, έβρισκαν πρόσφορο έδαφος να στηρίξουν την επιστροφή αυτού του ιδανικού τους με αναφορές στη αρχαία Ολυμπία, εφόσον θεωρούν ότι εκεί η πολιτική δεν έπαιζε καθόλου ρόλο και ότι οι αθλητές αγωνίζονταν μεταξύ τους χωρίς να γίνεται εκμετάλλευση για πολιτικές σκοπιμότητες. Το κατά πόσο αυτό πλησιάζει την αλήθεια ή αν αποτελεί μόνο εξιδανίκευση της πραγματικότητας, τόσο στην αρχαία όσο και στη νεότερη ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, θα το δούμε παρακάτω.
Στην αρχαιότητα, αν και η Ολυμπιακή Εκεχειρία ήταν καθοριστικός λόγος της διοργάνωσης των αγώνων και οι πρώτοι Ολυμπιακοί Αγώνες το 776 μ.Χ. διοργανώθηκαν με μοναδικό στόχο την επιβολή της Ολυμπιακής Εκεχειρίας, εντούτοις η Εκεχειρία παραβιάσθηκε αρκετές φορές.
Οι Ολυμπιακοί αγώνες στην αρχαιότητα ήταν μία θρησκευτική λατρευτική εορτή προς τιμή του Δία, του οποίου το ιερό έστεκε στο μέσο του απαραβίαστου ιερού χώρου της Ολυμπίας, ακριβώς έξω από το μέρος που ετελούντο οι αγώνες. Τα κτίρια και οποιοσδήποτε χώρος συνδέετο με τη λατρεία του θεού εθεωρούντο ιερά και αυτά όπως και όσοι κατεύφευγαν σε αυτά απολάμβαναν πλήρους ασυλίας.
Εξαιτίας αυτού του γεγονότος οι αρχαίοι ναοί ήταν με κάποια έννοια πολιτικά ουδέτεροι. Για να σας συνδέσω με τη παρούσα κατάσταση, δρούσαν όπως στη σημερινή εποχή έχει δράσει εν καιρώ πολέμου η Ελβετία και η Σουηδία Ο ναός του Διός στη Ολυμπία χρησιμοποιείτο όπως ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς, δηλαδή ως ασφαλές θησαυροφυλάκιο για φύλαξη χρημάτων ή σημαντικών αντιγράφων που περιγράφουν όρους συνθηκών μεταξύ των πόλεων.
Στη περίπτωση πολέμου η Ολυμπία παρείχε ένα ασφαλές μέρος για να συναντηθούν οι εκπρόσωποι των αντίπαλων πλευρών και να συζητήσουν. Επίσης κατά τη διάρκεια των 5 ημερών των αγώνων όποιος ήθελε να ανακοινώσει κάτι μπορούσε να το κάνει εκεί όπου ήταν μαζεμένος πολύς κόσμος από κάθε πόλη της Ελλάδας.
Ετσι ήταν στο χώρο της Ολυμπίας που ο Μέγας Αλέξανδρος διάλεξε να ανακοινώσει στον Ελληνικό κόσμο ότι όλοι οι εξόριστοι πρέπει να γίνουν δεκτοί πίσω στις πόλεις τους. Ολες αυτές οι πολιτικές λειτουργίες που παρείχε ο ιερός χώρος της Ολυμπίας εθεωρούντο σχετικά ακίνδυνες επειδή η Ηλεία, όπου ευρίσκετο η Ολυμπία, ήταν σχετικά ασήμαντη πολιτικά, ώστε να μη δημιουργεί φόβο απειλής για κανένα, και έτσι ήταν αποδεκτοί οι Ηλείοι ως διοργανωτές όλης αυτής της ιστορίας των αγώνων.
Οι Ηλείοι ήταν οι άρχοντες και οι κριτές των αγώνων, γνωστοί ως «Ελλανοδίκες» και έπαιζαν σπουδαίο ρόλο παρόμοιο με εκείνον που παίζει σήμερα η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή. Δηλαδή αποφαίνεντο για την νομιμότητα των συμμετασχόντων στους αγώνες. Οι κανόνες όριζαν ότι για να μπορεί ένας αθλητής να συμμετάσχει στους αγώνες πρέπει να είναι ελεύθερος πολίτης και οι δύο του γονείς να είναι Ελληνες.
Αν και εκ πρώτης όψεως φαίνεται αυτό απλό, εν τούτοις προέκυπταν προβλήματα συχνά. Οταν ένας Αλέξανδρος από τη Μακεδονία (ένας πρόγονος του Μεγάλου Αλεξάνδρου) θέλησε να λάβει μέρος στους αγώνες, οι συναθλητές του διαμαρτυρήθηκαν ότι δεν ήταν Ελληνας και αυτός ζήτησε από τους Ελλανοδίκες να αποφασίσουν, αφού άκουσαν την επιχειρηματολογία του. Οι Ελλανοδίκες επείσθηκαν και τον άφησαν να συμμετάσχει θεωρώντας ότι η Μακεδονία είναι Ελληνική.
Αν και το συμβάν ήταν πολιτικά ασήμαντο για την εποχή του, αφού η υπηκοότητα είχε δοθεί στον Αλέξανδρο για να του δοθεί η δυνατότητα να αγωνισθεί, τη κληρονόμησε ο μετά από χρόνια απόγονός του ο Φίλιππος ο οποίος ως Ελληνας αναμείχθηκε στα πολιτικά πράγματα των υπόλοιπων Ελλήνων και κατέκτησε όλη την Ελλάδα.
Ενα άλλο περιστατικό της χρησιμοποίησης των Ολυμπιακών αγώνων για άλλους πολιτικούς λόγους καταγράφεται για τον Αθηναίο ριζοσπάστη πολιτικό Αλκιβιάδη το 5ο π.Χ. αιώνα. Μετά από 20 χρόνια πόλεμο με τη Σπάρτη και τους συμμάχους της η Αθήνα έκανε ανακωχή, όμως η ειρήνη δεν άρεσε σε ορισμένους όπως και στον Αλκιβιάδη καθώς είχαν σκορπίσει τα λεφτά τους, ήταν υπερχρεωμένοι και ο πόλεμος θα τους ξελάσπωνε. Ετσι έπεισε τους Αθηναίους να ξεκινήσουν εκστρατεία εναντίον των Συρακουσών, μία πόλη που είχε προσφέρει λόγο πολέμου. Ο τρόπος που τους έπεισε ήταν όταν ως αντιπρόσωπος στην Ολυμπία έλαβε μέρος στις αρματοδρομίες όπου κέρδισε τη πρώτη, δεύτερη και τέταρτη θέση, γεγονός που τον έκανε να δείξει στην υπόλοιπη Ελλάδα πως η Αθήνα παρόλο τον πόλεμο ήταν ακόμη δυνατή, αφού ο Αλκιβιάδης είχε τόσα λεφτά να ξοδέψει στα άλογα και τη προετοιμασία τους.
Οι Ολυμπιονίκες είχαν επίσης πολιτική σημασία. Κάθε φορά που ένας πρεσβευτής πήγαινε σε έναν βασιλιά ή ηγεμόνα πάντοτε περιλαμβάνετο στη συνοδεία της επίσκεψης και ένας Ολυμπιονίκης. Εάν ένας Ολυμπιονίκης εσυλλαμβάνετο στη μάχη αφήνετο μάλλον ελεύθερος αντί να πουληθεί σκλάβος ή να φυλακισθεί.
Με τον Πελοπονησσιακό πόλεμο και μετά, το θρησκευτικό και λατρευτικό μέρος των αγώνων άρχισε να καταρρέει μαζί με την συμβατική ηθική της εποχής και τα προνόμια της Ασυλίας του ιερού χώρου και της Εκεχειρίας των αγώνων σήμαιναν όλο και λιγότερα πράγματα.
Κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου οι Ηλείοι συμμάχησαν με τους Αθηναίους σε μια προσπάθεια να ξεφύγουν από την ηγεμονία της Σπάρτης. Διαρκούσης της Ολυμπιακής Εκεχειρίας των αγώνων του 420 π.Χ., οι Σπαρτιάτες εισέβαλαν στην Ηλεία και αρνήθηκαν να πληρώσουν το πρόστιμο για τη πράξη τους αυτή, διαμαρτυρόμενοι ότι η Εκεχειρία δεν είχε ακόμη ανακοινωθεί στη Σπάρτη. Ετσι οι Ηλείοι τους απέκλεισαν από τους αγώνες, φοβούμενοι όμως για αντίποινα από τη πλευρά των αποκλεισθέντων έπεισαν τους συμμάχους να στείλουν στρατεύματα σε περίπτωση επικείμενης επίθεσης των Σπαρτιατών. Παρόλη τη προκλητικότητα των Ηλείων οι Σπαρτιάτες δεν επιτέθηκαν.
Ενας όμως εκ των Σπαρτιατών, ό Λίχας, ό οποίος το έφερε βαρέως να μην συμμετάσχει στους αγώνες, μεταμφιέσθηκε σε Βοιωτό και έλαβε μέρος στις αρματοδρομίες όπου κέρδισε τη πρώτη θέση. Στη χαρά του όμως της κατάκτησης της νίκης του απεκάλυψε τη πραγματική του ταυτότητα και την υπηκοότητά του. Αμέσως οι Ηλείοι τον συνέλαβαν με τη κατηγορία ότι είχε διαρρήξει το θεσμό της Εκεχειρίας των αγώνων και τον τιμώρησαν με μαστίγωμα. Οι αγώνες, όπως καταλαβαίνετε συνεχίσθησαν κάτω από ιδιάζουσες συνθήκες, ενώ όλοι ανέμεναν την εκδίκηση των Σπαρτιατών που όμως δεν ήρθε τότε.
Ομως 20 χρόνια αργότερα όταν ο Σπαρτιάτης βασιλιάς Αγις εισέβαλλε στον ιερό χώρο όπου είχε απαγορευτεί στους Σπαρτιάτες να προσευχηθούν, κατέστρεψε μεγάλο μέρος της πόλης.
Με την αρχή του 4ου π.Χ. αιώνα ούτε το γόητρο του χώρου, ούτε η θρησκευτική του ιερότητα μπορούσαν να προστατέψουν την Ολυμπία από τα πολιτικά δρώμενα της εποχής, καθώς οι Ηλείοι συνέχισαν να αναμειγνύονται σ’ αυτά. Το 364 π.Χ. η διπλανή πόλη Πίζατα επιτέθηκε στη Ολυμπία όπου οι μάχες άγγιξαν αυτό καθαυτό και τον ιερό ναό του Δία. Ηταν γεγονός ότι η ουδετερότητα του ιερότατου χώρου της Ολυμπίας είχε θανάσιμα πληγωθεί.
Οταν η Ελλάδα έγινε μέρος της μεγάλης Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας το 146 π.Χ. οι Ηλείοι περιορίσθηκαν απλά στη διεξαγωγή των αγώνων. Οι Ρωμαίοι ήθελαν θεατές και συμμετέχοντες στους αγώνες να απολαμβάνουν ασφάλεια τόσο στον Ολυμπιακό χώρο, όσο και στο ταξίδι τους προς και από την Ολυμπία. Το 86 π.χ. Ο Ρωμαίος στρατηγός Σύλλας γυρνώντας από την εκστρατεία και τη νίκη του εναντίον του Μιθριδάτη και θεωρώντας ότι οι Ελληνες πρέπει να πληρώσουν φόρο για την ασφάλεια που τους παρείχε, λεηλάτησε για άλλη μιά φορά τους θησαυρούς της Ολυμπίας ενώ λίγο αργότερα μετέφερε και τους αγώνες στη Ρώμη για να γιορτάσει τη νίκη του.
Οταν ο αυτοκράτωρ Νέρων επισκέφθηκε την Ελλάδα καθυστέρησε την έναρξη των αγώνων του 65 μ.Χ., ώστε να συμμετάσχει και ο ίδιος κι ενώ έλαβε μέρος στην αρματοδρομία χωρίς να ολοκληρώσει το αγώνισμα, οι κριτές τον έστεψαν νικητή συντελώντας με αυτό το τρόπο, ώστε να γίνουν οι αγώνες ένα εργαλείο της Ρωμαϊκής προπαγάνδας. Η θρησκευτική σημασία των αγώνων είχε πλέον εξασθενίσει καθώς ο Ρωμαίος αυτοκράτωρ ήταν πιό σημαντικός από τον Ολύμπιο Δία.
Για τους Ρωμαίους αυτοκράτορες οι αγώνες εξυπηρετούσαν τους σκοπούς τους για τους χριστανούς όχι. Το 391 μ.Χ. ο Αυτοκράτωρ Θεοδόσιος Ι διέταξε την κατάργηση των αγώνων, ενώ ο εγγονός του Θεοδόσιος ΙΙ προχώρησε και στον εμπρησμό του ναού του Διός στην Ολυμπία. Αυτή η φωτιά ήταν και το τελευταίο δράμα που συνέδεε τη θρησκεία τη πολιτική και τον αθλητισμό των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων. Η θρησκεία υπήρξε η αιτία της έναρξης των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων αλλά και η αιτία της κατάργησής τους.
ΝΕΟΤΕΡΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ
Η μελέτη του αρχαίου κόσμου είχε πάρει κεντρική θέση στον Ευρωπαϊκό χώρο του πνεύματος την εποχή της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων από το Γάλλο βαρώνο Πιερ ντε Κουμπερτέν. Ο ίδιος ήταν μέλος Γαλλικού πολιτικού σχηματισμού που έφερε βαρέως την ήττα της Γαλλίας στο Γαλλο-Πρωσσικό πόλεμο. Ο ντε Κουμπερτέν θεώρησε ότι η υπεροχή των Γερμανών έναντι των Γάλλων οφείλετο στην ένταξη της Φυσικής Αγωγής στο σχολείο έτσι ώστε οι Γερμανοί φαντάροι των 18 χρόνων ήταν δυνατότεροι των Γάλλων που ξόδευαν 10 ώρες διάβασμα στα Ελληνικά και Λατινικά βιβλία.
Εκανε τον αθλητισμό σεβαστό μέρος της Γαλλικής εκπαίδευσης χρησιμοποιώντας το Ολυμπιακό ιδεώδες των αρχαίων Ολυμπιακών Αγώνων όπως παρουσιάζεται σε εξειδανικευμένη μορφή στον Ισοκράτη. Ο υπόλοιπος κόσμος υιοθέτησε εν μέρει τις ιδέες του ντε Κουμπερτέν που καθιερώθηκε ως ο θεμελιωτής των νεότερων Ολυμπιακών Αγώνων μάλλον παρά ως ο θεμελιωτής της στρατιωτικής υπεροχής των Γάλλων.
Περνώντας στους νεότερους αγώνες ο εθνικισμός και ο σωβινισμός διαφόρων κρατών έκαναν πολύ νωρίς την εμφάνισή τους. Οι Ολυμπιακοί αγώνες του 1908 στο Λονδίνο περιλάμβαναν πολλές διαφωνίες σε θέματα όπως τη σημαία που θα έφεραν ορισμένα κράτη, περιπτώσεις μεροληψίας κριτών σε αποτελέσματα αθλητών, κατηγορίες για απάτες και μαγείρεμα αποτελεσμάτων, καταλήγοντας σε βαρύτατες διαφωνίες ανάμεσα σε διπλωμάτες που έπληξαν τις αμερικανοβρετανικές σχέσεις, ενώ δεν υπήρχε πρόβλημα μεταξύ των δύο κρατών προηγούμενα. Ο αθλητισμός έδειξε να γίνεται αφορμή διαφωνίας ακόμη και μεταξύ εθνών που δεν θα είχαν κανένα λόγο να διαφωνήσουν διαφορετικά.
Στους μοντέρνους Ολυμπιακούς αγώνες ο κάθε αθλητής με την ενέργειά του να συμμετάσχει σε διεθνείς αγώνες σηματοδοτούσε, ακόμη κι αν ο ίδιος δεν το γνώριζε, την εμπλοκή του με το πολιτικό μέρος της υπόθεσης.
Ομως, αυτή η εμπλοκή της πολιτικής στον αθλητισμό δεν ξεκίνησε όπως πολύ θεωρούν το 1936 στους Ολυμπιακούς του Βερολίνου από το Χίτλερ, αλλά υπήρχε αμυδρά από πολύ παλαιότερα.
Αυτό προκύπτει από το γεγονός ότι για να συμμετάσχει ένας αθλητής στους Ολυμπιακούς Αγώνες έπρεπε να αντιπροσωπεύεται από την Εθνική Ολυμπιακή Επιτροπή της χώρας του, καθώς η Διεθνής Ολυμπιακή Επιτροπή αναγνωρίζει κράτη. Για παράδειγμα, το 1912 η Φιλανδία είχε τη δική της Ολυμπιακή ομάδα, όμως η Ρωσία επέμενε ότι η Φιλανδία ήταν μέρος της τσαρικής κυριαρχίας της. Ετσι η Φιλανδία παρήλασε χωρίς σημαία γιατί δεν επέτρεπε η Ρωσία. Παρόμοιο περιστατικό προέκυψε με τη Βοημία που ήθελε να παρελάσει ξεχωριστά από την Αυστρο-Ουγγαρία.
Μετά το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο η ΔΟΕ αντιμετώπισε τέσσερα ζητήματα. Είχε να κάνει με 2 Γερμανίες, 2 Κορέες, 2 Κίνες και το νέο κράτος του Ισραήλ, ως εκ τούτου προέκυπταν χρονοβόρες διαφωνίες στη καταλληλότητα της ονομασίας, σημαίας και ύμνου των χωρών αυτών. Μόλις το 1968 επετράπη στην Αν. Γερμανία να αγωνισθεί ξεχωριστά και μόλις το 1972 αναγνωρίσθηκε να αγωνισθεί με τη δική της ονομασία. Παρόμοια προβλήματα προέκυψαν και με τις Κορέες όπου η μία χώρα διεκδικούσε τα εδάφη της άλλης. Μετά από μαραθώνιες διαφωνίες και διαφοροποιήσεις από το 1960, κατέληξαν στην αναγνώρηση των δύο κρατών μόλις το 1972.
Αλλά το πιο χρονοβόρο ζήτημα που απασχόλησε την ΔΟΕ ήταν αυτό με τη Κίνα. Καμμία Κίνα δεν μετείχε το 1952. Το 1956 η ΔΟΕ αναγνώρισε την Εθνικιστική Κίνα – την Ταϊβάν και τότε η Κουμμουνιστική Κίνα μποϋκοτάρισε τους αγώνες, ενώ διέκοψε και από μέλος της ΔΟΕ το 1958. Το 1968 η Ταϊβάν αγωνίσθηκε με το όνομα της Δημοκρατίας της Κίνα.
Ομως το 1970 η Κουμμουνιστική Κίνα διέκοψε την απομόνωσή της, αναγνωρίσθηκε από τον ΟΗΕ και νέες διαμάχες στο διπλωματικό πεδίο ξεκίνησαν όταν το 1975 η Κίνα έκανε αίτηση για να γίνει μέλος της ΔΟΕ, διαμάχες που κατέληξαν σε κρίση στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976.
Τότε η Καναδική κυβέρνηση αρνήθηκε τη συμμετοχή της Ταϊβάν με το όνομα της Δημοκρατίας της Κίνας, την εμφάνηση της σημαίας της οπουδήποτε και το παίξιμο του Εθνικού της ύμνου, κατόπιν βέβαια αφόρητων πιέσεων της κυβέρνησης του Πεκίνου, με την οποία ο Καναδάς ήθελε να έχει καλές σχέσεις.
Η κυβέρνηση του Καναδά δημιούργησε τεράστιο πρόβλημα στη ΔΟΕ, όσον αφορά τις Ολυμπιακές της αρχές για απουσία πολιτικών, θρησκευτικών ή φυλετικών διακρίσεων.
Η ΔΟΕ έκρινε ότι έπρεπε να αποσύρει την έγκρισή της για τους αγώνες του Μόντρεαλ, αφού ο Καναδάς αρνήθηκε να εγκρίνει τη συμμετοχή της άλλης Κίνας με το όνομα Δημοκρατία της Κίνας, ενώ οι Εθνικές Ολυμπιακές Επιτροπές άλλων χωρών απείλησαν να αποσυρθούν επίσης εάν η ΔΟΕ δεν επικύρωνε τους αγώνες. Οι Ολυμπιακοί αγώνες κινδύνευαν και η κρίση ήταν μεγάλη καθώς η Κυβέρνηση του Καναδά δεν μπορούσε να έλθει σε συμβιβαστική λύση.
Τελικά ο Πρωθυπουργός του Καναδά Πιέρ Τρυντώ πείσθηκε να μαλακώσει τη στάση του και να δεχθεί να παρελάσει η Ταϊβάν με τη σημαία της και να ακουσθεί ο Εθνικός της ύμνος σε περίπτωση που κερδίσει χρυσό μετάλλιο, αλλά σε καμμία περίπτωση με το όνομα Δημοκρατία της Κίνας, πράγμα που τελικά έγινε αποδεκτό από όλους τους ενδιαφερόμενους εκτός της αντιπροσωπίας της Ταϊβάν, η οποία αποσύρθηκε και γύρισε στη χώρα της χωρίς να συμμετάσχει. Οι αγώνες πάντως σώθηκαν. Ομως εξαιτίας αυτού του συμβάντος, οι διπλωματικές σχέσεις μεταξύ Ουάσιγκτον και Οττάβας επιδεινώθηκαν. Μετά από αίτηση ξανά στη ΔΟΕ η Ταϊβάν έγινε τελικά αποδεκτό μέλος το 1980 με το όνομα Δημοκρατία της Κίνας.
Το σημαντικότερο όμως πολιτικό πρόβλημα που κατέληξε να γίνει τραγικό και να σπιλώσει το Ολυμπιακό κίνημα ήταν η διαμάχη μεταξύ Αράβων και Ισραηλινών. Στους Ολυμπιακούς του 1948 οι Αραβικές χώρες απείλησαν ότι θα αποσυρθούν από τους αγώνες, εάν επιτραπεί στο Ισραήλ να συμμετάσχει, γεγονός που θα σηματοδοτούσε τη μερική αναγνώριση του κράτους του Ισραήλ.
Η ΔΟΕ έκανε δεκτό το αίτημα των Αράβων, όμως η ένταση συνεχίστηκε και πολύ αργότερα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μονάχου το 1972 οδήγησε στο τραγικό περιστατικό της σφαγής των 11 Ισραηλινών αθλητών και παραγόντων από Αραβες τρομοκράτες.
Αν και θεωρητικά η συμμετοχή στους Ολυμπιακούς Αγώνες είναι ανοικτή σε όλους τους αθλητές από όλο το κόσμο, πρακτικά δεν ήταν έτσι. Οι χαμένοι των Παγκοσμίων πολέμων αποκλείοντο από την αμέσως επόμενη Ολυμπιάδα αλλά οι πλέον πολιτικοί Ολυμπιακοί Αγώνες στην ιστορία είναι αυτοί του Βερολίνου το 1936. Στη φασιστική νεολαία των Ναζί του Χίτλερ φαινόταν προσβολή να αγωνισθούν με κατώτερους μη ανήκοντες στην Αρία φυλή αθλητές. Οι αγώνες για το Ναζισμό θα ήταν μία ευκαιρία να δει ο κόσμος πόσο ανώτερος και ειρηνικός ήταν ο Γερμανικός λαός.
Στη προσπάθεια να απαλυνθεί και η κριτική εναντίον των Ναζιστών ο Χίτλερ κάλεσε στους αγώνες και τους Παλαιστίνιους, που όμως αρνήθηκαν να συμμετάσχουν δημιουργώντας του έτσι μεγαλύτερο πρόβλημα.
Η Αμερικανική Ολυμπιακή Επιτροπή δεν μπορούσε να αποφασίσει, εάν θα στείλει ομάδα ή όχι μετά την ενεργοποίηση του αντισιμητικού νόμου στη Γερμανία περί απώλειας υπηκοότητας και δικαιωμάτων των Γερμανο-Εβραίων.
Ο Αμερικανός γραμματέας της Ολυμπιακής Επιτροπής δικαιολόγησε τη μη συμμετοχή Γερμανο-Εβραίων αθλητών στους αγώνες λέγοντας ότι δεν ήταν τόσο καλοί αθλητές ώστε να προκριθούν για τους αγώνες, ενώ ένα άλλο μέλος της Επιτροπής είπε ότι δεν μας αφορά πως μεταχειρίζονται τους Εβραίους στην Γερμανία περισσότερο απότι τους Ινδιάνοι στα νότια τη χώρας μας. Ετσι αποφασίστηκε να μετέχει η Αμερικανική ομάδα στους Αγώνες, οι οποίοι στοίχησαν 30 εκατομ. δολλάρια και τελέστηκαν σε 9 στάδια συνολικά, χωρητικότητας το κύριο στάδιο 100000 θέσεων και το κολυμβητήριο 18000 θέσεων, ενώ κόπηκαν 4.5 εκατομμύρια εισητήρια.
Η παρέλαση των αγώνων ήταν το Ολυμπιακό γεγονός καθώς οι ομάδες των κρατών που υποστήριζαν τον φασισμό, περνώντας μπροστά από τον Χίτλερ χαιρετούσαν με το χέρι ανασηκωμένο φασιστικά, σε αντίθεση με όλους τους υπόλοιπους.
Ο ίδιος ο Χίτλερ χαιρετούσε προσωπικά τους νικητές, τα πράγματα όμως δυσκόλεψαν όταν φθάσαμε στους μαύρους Αμερικανούς νικητές του ύψους Κορνήλιο Johnson και Dave Albritton που μάταια περίμεναν τη χειραψία.
Ο Χίτλερ διατάχθηκε από τη ΔΟΕ ή να χαιρετάει όλους τους νικητές η κανένα. Η μεγάλη του όμως δυσαρέσκεια ήρθε τις επόμενες μέρες όπου μαυροί αθλητές κέρδισαν διάφορα αγωνίσματα, αλλά κορυφώθηκε με το καλύτερο αθλητή των αγώνων Jesse Owens που κέρδισε 4 χρυσά μετάλλια κάνοντας να φαίνεται γελοία η θεωρία περί ανωτερότητας της Αρίας φυλής.
Το αστείο όμως που δεν είναι ευρέως γνωστό είναι ότι στην Αμερικανική ομάδα υπήρχαν δύο Εβραίοι αθλητές που είχαν κερδίσει τη συμμετοχή τους στην ομάδα σκυταλοδρομίας 4 Χ 100 και που ήταν οι μόνοι αθλητές της ομάδας που δεν αγωνίσθηκαν. Κάποιοι λένε ότι οι Αμερικάνοι για να σώσουν τους Γερμανούς από τη ντροπή της επιτυχίας των Αμερικανών μαύρων αθλητών τους έκαναν τη χάρη να μην έχουν και Αμερικανούς Εβραίους αθλητές να κερδίσουν κάτι.
Στους Ολυμπιακούς της Μελβούρνης το 1956 είχαμε διάφορα μποϋκοτάζ. Η Ολλανδία, η Ισπανία και η Ελβετία αποσύρθηκαν από τους αγώνες ως διαμαρτυρία γιά τη Ρωσική εισβολή στην Ουγγαρία που στόχευε να ξαναφέρει την Ουγγαρία πίσω στο σύμφωνο της Βαρσοβίας. Η Ρωσική επέμβαση έλαβε χώρα, ενώ μέρος της Ουγγρικής αθλητικής αποστολής ταξίδευε προς την Αυστραλία, ενώ άλλο μέρος της που θα ταξίδευε αργότερα διακινδύνευε πίσω στη Βουδαπέστη τη ζωή του στο όνομα της ελευθερίας.
Από την άλλη πλευρά η Αίγυπτος, ο Λίβανος και το Ιράκ απέσυραν τις ομάδες τους από τους αγώνες ως διαμαρτυρία για τις Αγγλο – Γαλλικές κινήσεις στο κανάλι του Σουέζ που απείλησαν με εισβολή στην Αίγυπτο, όταν η Αιγυπτιακή κυβέρνηση κατέλαβε το κανάλι και το έβαλε κάτω από τον έλεγχό της.
Το πρόβλημα της Ν.Αφρικανικής Ενωσης – Ροδεσίας ταλάνισε τη ΔΟΕ με διάφορους διαξιφισμούς και από τα δύο μέρη, όταν το 1964 η ΔΟΕ απέρριψε την αίτηση της να γίνει μέλος της εξαιτίας των φυλετικών της διακρίσεων και στα σπορ. Ελπίζοντας ότι η απαγόρευση αυτή θα ανακαλεσθεί, η Ν.Αφρικανική Ολυμπιακή Επιτροπή διάλεξε 20 αθλητές από δύο ξεχωριστά πρωταθλήματα, ένα για τους λευκούς και ένα για τους άλλους, θέλοντας να δείξει ότι δεν υπάρχουν διακρίσεις και απείλησε ότι εάν δεν γίνει μέλος θα περιοδεύσει τους αθλητές της σε αγώνες στην Ευρώπη.
Η ΔΟΕ απάντησε ότι οι αθλητές της Ν.Α. απαγορεύεται να συμμετάσχουν στους Ολυμπιακούς Αγώνες, εκτός κι εάν αλλάξουν τη πολιτική του απαρχάϊντ. Η Ν.Α. ανέστειλε την αποστολή της στην Ευρώπη όταν η Σοβιετική Ενωση και οι σύμμαχοί της διαμαρτυρήθηκαν εντόνως στο Wimbledon για το ρατσιστικό καθεστώς που επικρατεί σ’ αυτή τη χώρα.
Το 1968 η ΔΟΕ δέχθηκε τη Ν. Αφρική να συμμετάσχει στους αγώνες του Μεξικού, γεγονός το οποίον προκάλεσε θύελλα διαμαρτυριών και την εκδήλωση της πρόθεσης πολλών χωρών να αποσυρθούν από τους αγώνες, με πρώτες όλες τις Αφρικανικές χώρες, αλλά και τη συμπαράσταση των μαύρων της Αμερικής. Η πρόσκληση της Ν. Αφρικής στο Ολυμπιακό κίνημα έγινε πάλι απόρριψη.
Στην συνέχεια ήταν η σειρά της Ροδεσίας στην οποία επετράπει να συμμετάσχει στους Ολυμπιακούς του Μονάχου με το όνομα της Ν. Ροδεσίας αφού οι μαύρες αφρικανικές χώρες έδωσαν τη συγκατάθεσή τους. Οταν όμως οι αθλητές της έφθασαν στο Ολυμπιακό χώρο φορούσαν φανέλλες με το όνομα Ροδεσία ενώ προκαλούσαν και για τη σημαία που θα κρατούσαν. Σε αντίδραση η Κένυα και η Αιθιοποία έφυγαν από τους αγώνες και 18 αμερικάνοι απείλησαν ότι θα πάνε σπίτι τους. Δύο μέρες δραματικών συνεδριάσεων της ΔΟΕ έφερε την απόρριψη της συμμετοχής της Ροδεσίας στους αγώνες.
Το μεγαλύτερο όμως μποϋκοτάζ των αφρικανικών χωρών παίχθηκε στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ το 1976 όπου έκανε το λόρδο Killanin, Πρόεδρο της ΔΟΕ να ομολογήσει δημόσια «Είναι τραγικό. Είναι η πιό οδυνηρή κατάσταση που έχω να αντιμετωπίσω. Οι αθλητές πρέπει να είναι άρρωστοι με όλη τη πολιτική που γίνεται εμπόδιο να αγωνισθούν και να πάνε χαμένοι οι κόποι τους».
Την ίδια ημέρα αρκετές ώρες μετά τη απόσυρση της Ταϊβάν για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, πρώτες οι Νιγηρία, Ουγκάντα και Ζάμπια, ανάμεσα σε 16 χώρες έδωσαν στη ΔΟΕ τελεσίγραφο της αναχώρησής τους, εάν η Ν. Ζηλανδία, η οποία είχε επιτρέψει στην ομάδα της του ράγκμπι να περιοδεύσει γι’ αγώνες στη Ν. Αφρική, μάλιστα αμέσως μετά από μία εξέγερση όπου στοίχησε τη ζωή σε 170 μαύρους, δεν απεκλείετο από τους αγώνες.
Η ΔΟΕ αρνήθηκε να στηρίξει το αίτημά τους με το επιχείρημα ότι το ράγκμπι δεν ήταν Ολυμπιακό άθλημα. Ομως οι Αφρικανικές χώρες ήταν αποφασισμένες να επιμείνουν στο αίτημά τους, καθώς το ζήτημα δεν ετίθετο αθλητικά, αλλά στις σχέσεις χωρών που στηρίζουν το απαρχάϊντ. Ο Πρόεδρος της Ολυμπιακής Επιτροπής της Ν. Ζηλανδίας απάντησε ότι δεν κατηγορεί τους Αφρικανούς για τη στάση τους, αλλά τη κυβέρνησή του που τους βάζει σ’ αυτή τη κατάσταση μπερδεύοντας τον αθλητισμό με τη πολιτική, όμως δεν δέχθηκε οικειοθελώς να αποσύρει την ομάδα του από τους αγώνες.
Οι Ολυμπιονίκες Αφρικανοί αθλητές δήλωσαν ότι θα υπακούσουν τις κυβερνήσεις τους και θα επιστρέψουν στις χώρες τους, αλλά οι ίδιοι θα προτιμούσαν να αγωνισθούν. Το αποτέλεσμα του πολιτικού αυτού μποϋκοτάζ ήταν 648 αθλητές, αντιπρόσωποι 25 χωρών, να αποσυρθούν από τη συμμετοχή τους στους Ολυμπιακούς του Μόντρεαλ.
Ενας όμως αθλητής από τη Γουϊάνα ζήτησε από τη ΔΟΕ να αγωνισθεί με δική της κάλυψη παρόλο που η χώρα του απεσύρθη από τους αγώνες, αφού έθετε τη συμμετοχή του ως θέμα αρχής. Η ΔΟΕ όμως αρνήθηκε το αίτημά του εφόσον η συμμετοχή του είχε διαγραφεί από την Ολυμπιακή Επιτοπή της χώρας του μαζί με όλη την ομάδα.
Ενα κάπως διαφορετικό ζήτημα προέκυψε στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Τόκιο το 1964, όπου απαγορεύτηκε ονομαστικά σε ορισμένους αθλητές να μετέχουν στους αγώνες αλλά και σε όποια άλλη διεθνή αθλητική εκδήλωση. Οι αθλητές αυτοί αντιπρο-σωπεύοντας τη χώρα τους είχαν λάβει μέρος σε αγώνες στη Τζακάρτα της Ινδονησίας το 1962, όπου οι διοργανωτές είχαν αποκλείσει τη συμμετοχή του Ισραήλ και της Εθνικιστικής Κίνας (Ταϊβάν), κάτω από τη πίεση της Κουμουνιστικής Κίνας και των Αραβικών κρατών. Η Ινδονησία είχε παραβιάσει την Ολυμπιακή αρχή περί πολιτικών, φυλετικών ή άλλων διακρίσεων. Ετσι αθλητές που συμμετείχαν στους αγώνες της Ινδινησίας, όπως η Sun Kim Dan της Β. Κορέας με παγκόσμιο ρεκόρ στα 400 και 800 μέτρα δρόμου, δεν μπορούσαν να συμμετάσχουν, αν και η συμμετοχή των χωρών τους στους Ολυμπιακούς του Τόκιο τελικά επετράπει.
Από τις 24 χώρες που είχαν το πρόβλημα να περιλαμβάνουν στις αθλητικές τους αποστολές αθλητές που είχαν λάβει μέρος στους αγώνες στην Ινδονησία, δύο χώρες η Ινδονησία και η Β. Κορέα προτίμησαν να αποσυρθούν παρά να αποδεχθούν τον αποκλεισμό από την ομάδα έστω και λίγων αθλητών τους. Για παράδειγμα από τα 150 άτομα της αθλητικής αποστολής της Β. Κορέας τα 6 μόνο ανήκαν στην κατηγορία των αποκλεισμένων από τους αγώνες.
Μέχρι το 1968 οι πολιτικές ίντριγκες και ο πολιτικός ρόλος των Ολυμπιακών Αγώνων μπορούμε να πούμε ότι ελάμβαναν χώρα μόνο στις αίθουσες συνεδριάσεων και ίσως και κεκλεισμένων των θυρών, ενώ οι αγωνιστικοί χώροι παρέμεναν λίγο πολύ ανεπηρέαστοι από τα πολιτικά δρώμενα. Ισως μόνο το καθαρά αγωνιστικό μέρος ανάμεσα σε χώρες που ήταν σε σύγκρουση να ήταν έντονο ή βίαιο όπως στο παιχνίδι του πόλο μεταξύ Ρωσίας – Ουγγαρίας το 1956 στη Μελβούρνη.
Στο Μέξικο-Σίτυ όλα άλλαξαν. Δύο μαύροι Αμερικανοί σπρίντερς ο πρώτος και ο δεύτερος νικητής στα 200 μέτρα διάλεξαν το χώρο της απονομής κατά τη διάρκεια του ακούσματος του Εθνικού τους ύμνου να χαιρετήσουν με προτεταμένο το χέρι σε γροθιά – το σήμα των μαύρων πάνθηρων – για να δείξουν δραματικά σε όλο το κόσμο τη συμπαράστασή τους στη κίνηση για τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις αδικίες που υφίστανται οι μαύροι στην Αμερική.
Η ικανότητα των Αγώνων να γίνονται το επίκεντρο της προσοχής όλου του πλανήτη δυστυχώς δεν παραβλέφτηκε από άλλες πολιτικές ομάδες και οδήγησε στη γνωστή σφαγή των 11 Ισραηλινών αθλητών και παραγόντων στους αμέσως επόμενους Ολυμπιακούς του Μονάχου.
Εάν οι Ολυμπιακοί αγώνες χωρίς τη πολιτική τους διάσταση είναι ένα επιθυμητό ιδανικό, θα πρέπει να πραγματοποιηθεί από τη γενιά μας ή τις επόμενες γενιές, γιατί η ιδανική εικόνα της Ολυμπιακής Εκεχειρίας τόσο στην αρχαιότητα αλλά και στους νεότερους Ολυμπιακούς αγώνες δεν ανταποκρίνεται στη πραγματικότητα.
Με αυτή την επιδίωξη ο υπουργός Εξωτερικών πρόσφατα εγκαινίασε μαζί με τον Πρόεδρο της ΔΟΕ το Διεθνές Κέντρο Ολυμπιακής Εκεχειρίας που στοχεύει στη τήρηση της Εκεχειρίας για ολόκληρο το Ολυμπιακό έτος. Την πρωτοβουλία αυτή έχουν ήδη εντερνισθεί επισήμως τα Ηνωμένα Εθνη, η Γερουσία των Ηνωμένων Πολιτειών, η Ευρωπαϊκή Ενωση, και πολλοί άλλοι ηγέτες και οργανισμοί σε όλο τον κόσμο.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν το πιο παγκοσμιοποιημένο γεγονός του πλανήτη και γι’ αυτό, ιδιαίτερα μετά το πρόσφατο τρομοκρατικό κτύπημα στις Η.Π.Α., δημιουργούνται τεράστια ερωτηματικά όχι μόνον γιά την Ολυμπιακή Εκεχειρία αλλά και γιά τον τρόπο της ασφαλούς διεξαγωγής των Ολυμπιακών Αγώνων. Εάν η Εκεχειρία είναι επιθυμητή, η ασφάλεια των αγώνων είναι αναγκαία για τη συνέχιση της ύπαρξής τους. Πολύ φοβάμαι όμως ότι το πνεύμα που οι Ολυμπιακοί Αγώνες θα έπρεπε να κομίζουν σ’ έναν κόσμο που σπαράσσεται από τη κοινωνική αδικία έχει ανεπανόρθωτα πληγεί.