fbpx
Επιστημονικά Αρθρα - Ομιλίες

Αγωνιστικός αθλητισμός και γυναίκα.

Ομιλία της Ελένης Αυλωνίτου στο 10 Πανελλήνιο Συνέδριο Αθλητιατρικής Εταιρείας Ιατρών Αγώνων, με θέμα:

“Αγωνιστικός αθλητισμός και γυναίκα”

ΑΙΓΛΗ Ζαππείου, 23-25 Νοεμβρίου 2007


 

Ολοι είμαστε προϊόντα του καιρού μας. Αν θέλουμε να δούμε πόσο ενδεικτικό είναι αυτό, δεν έχουμε παρά να κοιτάξουμε τις τεράστιες αλλαγές που έχουν σημειωθεί στον γυναικείο αθλητισμό.

Ξεκινήσαμε από τις επίπονες προσπάθειες διεκδίκησης για συμμετοχή στον αθλητισμό, προχωρήσαμε στις προσπάθειες διεκδίκησης αγωνιστικών μεταλλίων, ώς σύμβολο διεκδίκησης ίσων ευκαιριών και δυνατοτήτων και φθάσαμε μέχρι τη κατάκτηση και του τελευταίου ανδρικού οχυρού στο Ολυμπιακό αγωνιστικό πρόγραμμα, αφού στους Ολυμπιακούς αγώνες της Αθήνας είχαμε την επίσημη πρεμιέρα του αγωνίσματος της πάλης γυναικών.

Κατά τη διάρκεια όλης αυτής της χρονικής διαδρομής ξεκινήσαμε με τη συμμετοχή της γυναίκας στην άθληση να συνοδεύεται από ένα πλήθος εσφαλμένων κοινωνικών αντιλήψεων ταμπού και μύθων περί της Γυναικείας Φύσης, σύμφωνα με την ίδια αντίληψη όπου εύγλωττα και ειλικρινά είχε εκφράσει ο Βαρώνος Pier de Couberten στις αρχές του περασμένου αιώνα, ότι ο αθλητισμός δεν ενδείκνυται για τη φύση της γυναίκας.

Με την επιστημονική απόρριψη της παραπάνω ρήσης, προχωρήσαμε σήμερα σ’ έναν μεγάλο και συνεχώς αυξανόμενο αριθμό κοριτσιών που ασχολούνται έντονα με τον αθλητισμό πριν ακόμη την ηλικία της εφηβείας τους, υποβάλλοντας τους εαυτούς τους σε επίπονα προπονητικά προγράμματα, τόσο από άποψης ποσότητας, όσο και από άποψης ποιότητας.

Aν πάρουμε για παράδειγμα το άθλημα της Γυμναστικής, από την εποχή της Larissa Latinina όπου αγωνίσθηκε μέχρι την ηλικία 32 ετών και της Vera Caslavska, η οποία σε ηλικία 26 ετών κέρδισε για δεύτερη φορά Ολυμπιακό τίτλο, δύο γυμνάστριες όπου επιδεικνύουν την ώριμη γυναικεία φιγούρα και τη χάρη των κινήσεων της εποχής εκείνης, με τελευταία εκπρόσωπό τους το 1972 στο Μόναχο την Tourisheva, περνάμε στη 17χρονη Olga Korbut, όπου οι κινήσεις περνούν από τη γυναικεία χάρη σε πιό ακροβατικές ικανότητες και με την εμφάνιση της Nadia Comanetsi τo 1976 και της Omellanchik το 1980 περνάμε από την ώριμη γυναικεία φιγούρα στη δεκαετία των παιδιών πρωταθλητριών.

Σήμερα για να μπορέσουν τα παιδιά να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις του υψηλού αθλητισμού πρέπει να ξεκινήσουν προπόνηση στα 5-6 τους χρόνια και αγώνες πριν από τα 10 τους χρόνια, αφού απαιτούνται τουλάχιστον 6-8 χρόνια προετοιμασίας για να φθάσει μία αθλήτρια σε Ολυμπιακό επίπεδο, καθώς έχουμε πλέον 13χρονες Ολυμπιονίκες. Ιδίως, στην κολύμβηση και γυμναστική έχουμε νεαρές αθλήτριες να υποβάλλονται σε πολύωρα, εξαντλητικά και επί-πονα προπονητικά προγράμματα πριν και κατά τη διάρκεια της εφηβείας τους.

Ετσι, δημιουργήθηκαν πολλά ερωτηματικά στους επιστήμονες σχετικά με τις επιδράσεις της τόσο εντατικής άσκησης στο γυναικείο οργανισμό και τις τυχόν επιπτώσεις στην αθλήτρια όταν αυτή τερματίσει την αθλητική της δραστηριότητα.

Επιπρόσθετα, στις μέρες μας το ψήφισμα του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου σχετικά με την γυναίκα και τον αθλητισμό (2002/2280 ΙΝΙ, εδάφιο 35) για το θέμα της διασφάλισης της υγείας των αθλητριών, καλεί επιτακτικά τις αθλητικές ομοσπονδίες και τους προπονητές να αποδίδουν μεγαλύτερη προσοχή στα προληπτικά μέτρα και τους όρους υπό τους οποίους ασκούνται οι αθλητικές πρακτικές και να ενημερώνουν τις αθλήτριες υψηλού επιπέδου, ιδίως τις νέες για τις επιπτώσεις που έχουν στην ψυχική, σωματική, σεξουαλική και αναπαραγωγική τους ηλικία η εντατική προπόνηση, η κατανάλωση αναβολικών ουσιών ή η παραμέληση των κανόνων διατροφής.

Σήμερα λοιπόν η επιστήμη δέχεται ότι η ενασχόληση με τον αθλητισμό είναι ωφέλιμη, όσο δεν υπερβαίνονται τα φυσιολογικά όρια του οργανισμού. Αυτή η υπέρβαση των φυσιολογικών ορίων που εκδηλώνονται συχνά με τη μορφή τραυματισμών και μετατραυματικών επιπλοκών, συνηθισμένο φαινόμενο και για τα δύο φύλα, ειδικά στον γυναικείο οργανισμό εκδηλώνονται και με τη μορφή και κάποιων διαταραχών του περιοδικού κύκλου.

Οι διαταραχές του περιοδικού κύκλου αν και μπορεί να μην αποτελούν στο διάστημα που εκδηλώνονται σοβαρό πρόβλημα, επειδή είναι συνήθως αντιστρεπτές, ενδέχεται να δημιουργήσουν σοβαρό πρόβλημα στην αθλήτρια σε μεγαλύτερη ηλικία, όπως θα δούμε στη συνέχεια της ομιλίας.

Πρέπει όμως πρώτα να διευκρινισθεί ότι διαταραχές του περιοδικού κύκλου δεν εμφανίζονται μόνο στις αθλήτριες. Στατιστικές μελέτες έχουν δείξει ότι στο μεν γυναικείο πληθυσμό η συχνότητα διαταραχών του περιοδικού κύκλου ανέρχεται σε ποσοστό 5% ενώ στις αθλήτριες το ποσοστό φθάνει 15% , δηλαδή τριπλασιάζεται.

Οι διαταραχές του περιοδικού κύκλου είναι διαφόρων τύπων και διακρίνονται σε πολυμηνόρροιες, όπου έχουμε εμφάνιση του περιοδικού κύκλου περισσότερες από μία φορά μέσα στο μήνα — φαινόμενο που απαντάται συχνά σε νεαρές αθλήτριες και αμηνόρροιες. Οι αμηνόρροιες διακρίνονται σε:

  • 1) Πρωτογενή αμηνόρροια, η οποία χαρακτηρίζεται από καθυστέρηση της πρώτης εμφάνισης της περιόδου πέρα από την ηλικία των 16 χρόνων.
  • 2) Δευτερογενή αμηνόρροια, η οποία χαρακτηρίζεται από απουσία της περιόδου σε κοπέλλες που έχει εμφανισθεί προηγουμένως έμμηνος ρύση.

    Επιπρόσθετα η δευτερογενής αμηνόρροια διακρίνεται σε:

α) αραιομηνόρροια όταν ο περιοδικός κύκλος εμφανίζεται σε διαστήματα 39-90 ημέρες, αν και τα διαστήματα αυτά είναι επιλεγμένα κάπως αυθαίρετα και σε

β) ακυκλική αμηνόρροια όταν ο περιοδικός κύκλος εμφανίζεται σε διάστηματα μεγαλύτερα των 90 ημερών. Το ορμονικό status αυτών των περιπτώσεων είναι σαφώς αξιοσημείωτα διαφορετικό από τις γυναίκες με φυσιολογικό κύκλο ή ακόμη και με κύκλο με εμφανή συμπτώματα αραιομηνόρροιας.

Πρωτογενής αμηνόρροια: Η εμμηναρχή, η οποία ως φυσιολογικό γεγονός ολοκληρώνει την περίοδο της εφηβείας, όταν καθυστερεί να εμφανισθεί μπορεί να οφείλεται στη:

  • Κληρονομικότητα
  • Διατροφή – Υγεία (αρνητικό θερμιδικό ισοζύγιο, Διατροφικές διαταραχές, διατροφική ανεπάρκεια σε θρεπτικά συστατικά)
  • Ασκηση

Κοπέλλες που υποβλήθηκαν σε πολύ εντατική προπόνηση πριν την εφηβεία τους μπορεί και να παρουσιάσουν καθυστέρηση στην έναρξη της περιόδου (εμμηναρχή), σε σχέση με τις μη αθλούμενες συνομήλικές τους. Δηλαδή, η συμμετοχή στην αθλητική προπόνηση μπορεί να επηρεάσει την έναρξη της εμμήνου ρύσεως. Σε μία έρευνα (Frisch et al., 1981) ο μέσος όρος ηλικίας της εμμηναρχής για αθλήτριες βρέθηκε να είναι 15.1 έτη και για τις μη αθλούμενες συνομίληκές τους 12.8 έτη.

Παρατηρήθηκε ακόμη ότι η τάση για καθυστέρηση της εμμηναρχής εμφανιζόταν συχνότερα σε κοπέλλες ψηλές και λεπτές με μακριά πόδια και στενή λεκάνη, χαρακτηριστικά που όπως φαίνεται είναι συνδεδεμένα με παράγοντες που οδηγούν σε αθλητική υπεροχή, καθώς οι κοπέλλες αυτές ευρίσκοντο ψηλά από πλευράς αγωνιστικών επιδόσεων. Οσο το αθλητικό επίπεδο ανέβαινε, τόσο ανέβαινε και ο μέσος όρος ηλικίας της εμμηναρχής.

Σε αθλήτριες δε που άρχισαν προπόνηση το χρονικό διάστημα λίγο πριν την έναρξη της εμμηνορρυσίας τους, παρατηρήθηκε καθυστέρηση 5 μηνών γιά κάθε χρόνο προπόνησης πρίν την έναρξη της περιόδου.

Οιστρογόνα και αγωνιστικές επιδόσεις: Τα γεγονότα τα οποία συνοδεύουν το φαινόμενο της εμμηναρχής έχουν να κάνουν με την αύξηση των γυναικείων ορμονών, δηλαδή των οιστρογόνων, τα οποία σε μία νεαρή αθλήτρια παίζουν σημαντικό ρόλο στις αγωνιστικές επιδόσεις, γιατί:

  • Διαφοροποιούν το ποσοστό σωματικού λίπους.
  • Επιταχύνουν τη σκελετική ανάπτυξη με το κλείσιμο των επιφύσεων των οστών.
  • Προδιαθέτουν για μείωση της πιθανότητας παραμονής στα σπορ για τη νεαρή αθλήτρια που γίνεται γρήγορα γυναίκα.

Ετσι, η καθυστερημένη εμμηναρχή (πρωτογενής αμηνόρροια) ευνοεί τον πρωταθλητισμό, εξ’αιτίας του σωματότυπου που διατηρεί η κοπέλλα πριν την έναρξη της περιόδου αυτής, που προσομοιάζει το αγορίστικο πρότυπο (στενή λεκάνη, μη ανάπτυξη στήθους, μακρά και λεπτά άκρα). Επιπλέον, προδιαθέτει για πιθανές διαταραχές του περιοδικού κύκλου αργότερα μετά την έναρξή του, δηλαδή για δευτερογενή αμηνόρροια.

Το υψηλότερο ποσοστό των διαταραχών του περιοδικού κύκλου συναντάται σε αθλήτριες που μετέχουν σε αερόβια αθλήματα (αντοχής), όπως δρόμοι μεγάλων αποστάσεων, όπου απαιτούνται μεγάλες ποσοτικά και ποιοτικά προπονητικές επιβαρύνσεις ή σε αθλήτριες, όπου κύριο χαρακτηριστικό για υψηλή διάκριση είναι η διατήρηση πολύ χαμηλού ποσοστού σωματικού λίπους, όπως γυμναστική, ρυθμική γυμναστική, συγχρονισμένη κολύμβηση κ.α.

Οι παράγοντες που προδιαθέτουν για ανάπτυξη διαταραχών του περιοδικού κύκλου είναι:

  • η εφηβεία,
  • μη ύπαρξη προηγούμενης εγκυμοσύνης
  • ηλικία έναρξης εμμήνου ρύσεως
  • διαταραχές πριν την έναρξη προπόνησης
  • ποσότητα προπόνησης
  • η ένταση προπόνησης
  • η απότομη αύξηση της προπονητικής επιβάρυνσης
  • το μειωμένο σωματικό βάρος και λίπος
  • η ελλειπής διατροφή σε θερμίδες και ιδιαίτερα σε ποσοστό πρωτεΐνης
  • το ψυχολογικό stress που επιβάλλει η καθημερινότητα.
  • Ιδιαιτερότητες αθλημάτων
  • Συνδυασμός παραγόντων, καθώς αυτό υποκινεί την ανάπτυξη διαταραχών του κύκλου ή τη διατήρηση μιάς προβληματικής κατάστασης.

Ποσοστό σωματικού λίπους: Εχει διαπιστωθεί ότι βασικό ρόλο στις διαταραχές του περιοδικού κύκλου παίζει το ποσοστό λίπους στο συνολικό σωματικό βάρος της αθλήτριας, το οποίον όταν μειωθεί κάτω από ορισμένα επιτρεπτά όρια προκαλούνται διαταραχές. Απαιτείται δε ένα ποσοστό σωματικού λίπους γύρω στα 17% για την έναρξη της εμμήνου ρύσεως και της διατήρησής της και ένα ποσοστό λίπους γύρω στα 22% για να επανέλθει ο περιοδικός κύκλος στη κανονική του συχνότητα, εάν έχει προηγηθεί διαταραχή.

Αλλοι ερευνητές υποστηρίζουν την άποψη ότι κάθε γυναικείος οργανισμός έχει το δικό του κατώφλι σωματικού λίπους, κάτω από το οποίον είναι πολύ πιθανόν να αναπτυχθεί αμηνόρροια. Το κατώφλι αυτό μπορεί να αλλάζει σε διαφορετικές στιγμές στη ζωή της γυναίκας.

Stress: Εχει παρατηρηθεί ακόμη ότι το stress αποτελεί έναν ακόμη σημαντικό παράγοντα στη δημιουργία διαταραχών του περιοδικού κύκλου. Το άγχος, ως στρεσογόνα επιβάρυνση για τον οργανισμό συνδέεται με την αυξημένη έκκριση αντιπαραγωγικών ορμονών, οι οποίες μειώνουν τις γοναδοτροπίνες στην υπόφυση, οι οποίες με τη σειρά τους ρυθμίζουν την όλη αναπαραγωγική λειτουργία.

Οι αθλήτριες πέρα από τη φυσική επιβάρυνση της προπόνησης που καθορίζει το σωματικό stress βιώνουν και ψυχολογικό stress που καθορίζεται από τις απαιτήσεις του γενικού προγραμματισμού της προπόνησής τους που επιβάλλει σήμερα ο υψηλός ανταγωνισμός, με στόχο την αθλητική διάκριση.

Είναι γνωστό ότι οι γυναίκες που βιώνουν έντονο συναισθηματικό stress εκδηλώνουν διαταραχές στον περιοδικό τους κύκλο. Παρόμοια βρέθηκε ότι οι αθλήτριες που παρουσιάζουν διαταραχές στον κύκλο τους διακατέχονται από μεγαλύτερο stress, σε σχέση με τις αθλήτριες που δεν παρουσιάζουν πρόβλημα διαταραχών του κύκλου τους.

Διατροφή: Οι κοπέλλες που διατρέφονται με πολύ χαμηλά θερμιδογόνα γεύματα παρουσιάζουν μείωση της θυρεοειδούς ορμόνης στο αίμα, γεγονός το οποίον φαίνεται να συνδέεται με διατάραξη του περιοδικού κύκλου.

Επιπρόσθετα, μετά από έντονη άσκηση, κατά τη δεύτερη φάση του κύκλου, αυξάνεται ο καταβολισμός των πρωτεϊνών. Ανεπαρκής διατροφή ή ελλειπής σε ορισμένα αμινοξέα μπορούν να αλλάξουν τη σύνθεση κάποιων νευροδιαβιβαστών, οι οποίοι ακολούθως επηρεάζουν την έκκριση των γοναδοτροπινών στον υποθάλαμο και την υπόφυση με αποτέλεσμα τις διαταραχές στον περιοδικό κύκλο.

Βασικά ένας από τους παραπάνω αναφερόμενους παράγοντες ή συνδυασμός παραγόντων, όπως το σωματικό και ψυχολογικό stress, το χαμηλό ποσοστό λίπους και η ακατάλληλη διατροφή μπορούν να προκαλέσουν ποικίλες σειρές βιοχημικών διεργασιών, που έχουν ως αποτέλεσμα τη διαταραχή της παραγωγής οιστρογόνων και προγεστερόνης, οι οποίες είναι οι βασικές ορμόνες που καθορίζουν το γυναικείο φύλο και ρυθμίζουν την συνολική αναπαραγωγική λειτουργία της γυναίκας.

Βλέπουμε λοιπόν, ότι η εντατική άσκηση επιτείνει εκείνους τους παράγοντες που και στον γενικό γυναικείο πληθυσμό προκαλούν προβλήματα στον περιοδικό κύκλο.

Η αμηνόρροια δεν συνδέεται μόνο με την άσκηση. Εάν όμως οφείλεται αποκλειστικά στην άσκηση πρέπει να διερευνήσουμε τις μελλοντικές επιπτώσεις που αυτό προκαλεί, προκειμένου να δούμε τον τρόπο αντιμετώπισής του. Η αθλητική αμηνόρροια αποτελεί για τον οργανισμό μηχανισμό αντιμετώπισης του stress στις δεδομένες συνθήκες, χωρίς μελλοντικές επιπτώσεις, ή αποτελεί μελλοντικό κίνδυνο για την υγεία;

Η αμηνόρροια αποτελεί έναν σημαντικό δείκτη του «συνδρόμου υπερπροπόνησης», όπου ο οργανισμός αντιδρά με τον πιο οικονομικό τρόπο προκειμένου να εξοικονομίσει ενέργεια και να συνεχίσει τις ενεργειακά πιο απαραίτητες για τον οργανισμό λειτουργίες του.

Ως εκ τούτου, προκύπτει το ερώτημα στους επιστήμονες, εάν η αμηνόρροια που μπορεί να προκαλέσει η επίπονη αθλητική δραστηριότητα επιδρά, όχι μόνον στην βραχυπρόθεσμη απώλεια της αναπαραγωγικής λειτουργίας, αλλά ασκεί και μακροπρόθεσμη επίδραση στην μελλοντική ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή. Από τα ερευνητικά δεδομένα διαπιστώνεται ότι σε περιπτώσεις αθλητικής αμηνόρροιας,

  • όταν η ένταση της άσκησης μειωθεί,
  • όταν η τακτική άσκηση μειωθεί ή σταματήσει, π.χ. σε έναν τραυματισμό
  • όταν η γυναίκα πάρει κάποια κιλά,

ο κύκλος επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του, εάν και εφόσον η διαταραχή οφειλόταν αποκλειστικά και μόνον στην προπονητική επιβάρυνση.

Αμηνόρροια και μελλοντική ικανότητα για γονιμότητα:

Μέχρι σήμερα η έλλειψη μιάς θετικής επιστημονικής μαρτυρίας για την αρνητική επίδραση της άσκησης στη μελλοντική ικανότητα της γυναίκας για αναπαραγωγή, αποτελεί ισχυρή επιβεβαίωση ότι τέτοιου είδους επίπτωση δεν υφίσταται για την αθλήτρια.

Οταν η προπόνηση σταματήσει τελείως, ο περιοδικός κύκλος αρχίζει να λειτουργεί πάλι ομαλά σε χρονικό διάστημα από 2 – 6 μήνες. Το δε χρονικό διάστημα διάρκειας της αμηνόρροιας δεν παίζει ρόλο στο χρονικό διάστημα επανόδου του κύκλου. Το ποσοστό δε που μπορεί να συνεχίσει να έχει πρόβλημα είναι ισοδύναμο με τον γυναικείο μη αθλούμενο πληθυσμό.

Το ερώτημα λοιπόν που τίθεται στους επιστήμονες είναι εάν θα πρέπει να λαμβάνεται μέριμνα για τη θεραπεία της πρόσκαιρης απώλειας γονιμότητας λόγω αμηνόρροιας, εφόσον η κατάσταση αυτή είναι για πολλές κοπέλλες επιθυμητή, ώστε να προπονούνται και να αγωνίζονται απρόσκοπτα και εφόσον είναι αντιστρέψιμη όταν τερματισθεί το αίτιο που την προκάλεσε; H απάντηση είναι κάθετα ναι.

Η χρόνια αμηνόρροια που παρατηρείται σε νεαρές αθλήτριες, ιδιαίτερα σ’αυτές που συνδυάζουν και χαμηλό σωματικό βάρος, έχει προέλθει από δραματική μείωση των οιστρογόνων, εξ’αιτίας του stress της άσκησης.

Η μείωση των οιστρογόνων μπορεί να έχει τεράστιες επιπτώσεις στο σκελετικό σύστημα της αθλήτριας, σε σημείο τέτοιο που να δημιουργεί βαθμιαία έναρξη οστικής αδυναμίας, με επιρρέπεια της αθλήτριας σε κατάγματα.

Ποιές μπορεί να είναι οι μακροχρόνιες επιδράσεις αυτής της οστικής απώλειας, εξ’αιτίας της αθλητικής αμηνόρροιας, όταν η αθλητική καριέρα αυτών των αθλητριών τελειώσει και οι γυναίκες αυτές πλησιάσουν την περίοδο της εμμηνόπαυσης είναι ένα ερώτημα που θέλει περαιτέρω διερεύνηση. Η μειωμένη οστική πυκνότητα, σε σχέση με την ηλικία, προδιαθέτει το άτομο σε πρόωρη οστεοπόρωση; 

Συνέπειες της πρωτογενούς αμηνόρροιας

Η ανάπτυξη των οστών και η κορύφωση της οστικής μάζας δεν είναι φυσιολογική χωρίς την παρουσία των οιστρογόνων. Στη περίπτωση της πρωτογενούς αμηνόρροιας παρουσιάζεται το φαινόμενο να μην κορυφωθεί ποτέ η ανάπτυξη της οστικής μάζας του ατόμου, αυτή που καθορίζεται από τα κληρονομικά του όρια. Ετσι, ένα άτομο που πορεύεται με μειωμένη οστική μάζα, μέσα στα πλαίσια βέβαια των κληρονομικών του δυνατοτήτων, είναι πολύ πιθανό να αντιμετωπίσει προβλήματα αργότερα.

Σε μία έρευνα του Warren με χορεύτριες του μπαλλέτου που παρουσίαζαν ηλικιακή καθυστέρηση στην έναρξη εμφάνισης του περιοδικού τους κύκλου διαπιστώθηκαν αυξημένα περιστατικά σκολίωσης (αυξημένη περίοδο ανάπτυξης των οστών, λόγω απουσίας οιστρογόνων), αλλά και καταγμάτων που προκαλούνται ευκολότερα, δηλαδή με λιγότερη πίεση. 

Συνέπειες της δευτερογενούς αμηνόρροιας

Η μείωση των οιστρογόνων, εξ’αιτίας της χρόνιας αμηνόρροιας, δημιουργεί πρόβλημα στην απορρόφηση του ασβεστίου που λαμβάνεται διατροφικά και το οποίον είναι απαραίτητο για την οικοδόμηση και διατήρηση των οστών. Η μειωμένη απορρόφηση του ασβεστίου από τον οργανισμό έχει ως αποτέλεσμα την απώλεια της οστικής μάζας και την επιρρέπεια της αθλήτριας σε κατάγματα, καθώς ο οστίτης ιστός διασπάται για να δώσει το απαραίτητο για τον οργανισμό ασβέστιο.

Ως εκ τούτου, οι αθλήτριες με χρόνια αμηνόρροια παρουσιάζουν, αφενός μεν   χαμηλότερη οστική πυκνότητα, σε σχέση με συνομίληκές τους με ομαλή λειτουργία κύκλου, αφετέρου δε φθορά στην οδοντοστοιχία τους.

Δεν είναι υπερβολή να αναφερθεί ότι ο μέσος όρος πυκνότητας διαφόρων οστών σε νεαρές αθλήτριες με χρόνια δευτερογενή αμηνόρροια είναι συγκρίσιμος με εκείνον μιάς γυναίκας 50 χρόνων.

Αθλήτριες με αμηνόρροια, οι οποίες παρέμειναν αμηνορροικές για διάστημα μεγαλύτερο των 15 μηνών, έχασαν 4% της πυκνότητας των οστών της σπονδυλικής τους στήλης, γεγονός το οποίον δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα της άμεσης θεραπείας (Krolner, 1985, Oyster, 1984, Linnel, 1984). Εάν δε η απώλεια της οστικής μάζας παραμείνει για 4-5 χρόνια χωρίς θεραπεία, η μείωση της οστικής μάζας δεν θα είναι αντιστρέψιμη (Cann et. al. 1984).

Πρέπει όμως να τονίσουμε, ώστε να μην δημιουργηθεί παρεξήγηση, ότι η άσκηση παίζει ευεργετικό ρόλο στην ανάπτυξη, διατήρηση και ακόμη υπερτροφία της οστικής μάζας και μάλιστα αποτελεί άριστο μέσον πρόληψης της οστεοπόρωσης, αρκεί να μην παρουσιάζεται αμηνόρροια στην αθλήτρια.

Το τρέξιμο το περπάτημα, τα βάρη αυξάνουν τη πυκνότητα των οστών, εμποδίζοντας την εκφύλισή τους. 

Γνωρίζουμε επίσης ότι η άσκηση επιδρά προστατευτικά στο λιπιδαιμικό προφίλ του ατόμου, όμως η επίδραση αυτή αντιστρέφεται σε αθλήτριες με χρόνια αμηνόρροια, καθώς η μείωση των οιστρογόνων που προκαλείται από την αμηνόρροια δημιουργεί μεγάλες αλλαγές στο λιπιδαιμικό προφίλ της αμηνορροϊκής αθλήτριας.

Επομένως, μπορούμε να πούμε ότι:

Η ΑΣΚΗΣΗ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕΙ ΑΜΗΝΟΡΡΟΙΑ.

Η ΧΡΟΝΙΑ ΑΜΗΝΟΡΡΟΙΑ ΣΕ ΣΥΝΔΥΑΣΜΟ ΜΕ ΧΑΜΗΛΟ ΣΩΜΑΤΙΚΟ ΛΙΠΟΣ ΠΡΟΚΑΛΕΙ ΜΕΙΩΣΗ ΤΗΣ ΟΣΤΙΚΗΣ ΜΑΖΑΣ ΚΑΙ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ.

Η ΑΣΚΗΣΗ ΠΡΟΣΤΑΤΕΥΕΙ ΤΗΝ ΟΣΤΙΚΗ ΜΑΖΑ ΚΑΙ ΕΠΙΔΡΑ ΕΥΝΟΙΚΑ ΣΤΟ ΛΙΠΙΔΑΙΜΙΚΟ ΠΡΟΦΙΛ.

Ετσι λοιπόν καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι ο καίριος στόχος για την αθλήτρια πρέπει να είναι: ΑΣΚΗΣΗ ΧΩΡΙΣ ΑΜΗΝΟΡΡΟΙΑ.

Ως εκ τούτου, όποιες διαταραχές του κύκλου παρουσιάζονται και διαρκούν πρέπει να αντιμετωπίζονται έγκαιρα και να ζητείται άμεσα η συμβουλή του ειδικού γιατρού για τη θεραπεία και αποκατάσταση του προβλήματος. Χρειάζεται σωστή ενημέρωση, να μην αντιμετωπίζεται το πρόβλημα επιπόλαια και να επιδιώκεται γρήγορα η αποκατάστασή του.

 

Αντιμετώπιση Αμηνόρροιας

Εφόσον μιά αθλήτρια εμφανίσει αμηνόρροια, η οποία παρατείνεται για μεγάλο χρονικό διάστημα θα πρέπει καταρχάς να μειώσει την ένταση της προπόνηση ή να αυξήσει το σωματικό της βάρος.

Η αθλήτρια θα πρέπει από μικρή να μάθει να ελέγχει το άγχος της και ο προπονητής της να είναι ενήμερος των συνεπειών αυτής της κατάστασης, ώστε να τροποποιεί τη προπόνηση, έτσι ώστε η προπονητική διαδικασία να μην ανταγωνίζεται το κύκλο της αθλήτριας.

Εάν η αθλήτρια είναι αναγκασμένη να συνεχίσει προπόνηση σε υψηλά επίπεδα για μεγάλα χρονικά διαστήματα και να μην αυξήσει το βάρος της γιατί αυτό αντιτίθεται στην αθλητική της απόδοση θα πρέπει να ρυθμισθεί ορμονικά η περιοδικότητα του κύκλου της, ή τουλάχιστον να διασφαλισθεί η επαρκής λήψη ασβεστίου με τη διατροφή της (έως 2500 mg/ημέρα). (Ενα φλυτζάνι γάλα περιέχει 300 mg ασβεστίου).

Η απορρόφηση του ασβεστίου μειώνεται:

  • με τη μείωση των οιστρογόνων, ένα φαινόμενο που συναντάται συχνά, σε αμηνορροικές αθλήτριες με χαμηλό ποσοστό σωματικό λίπος,
  • με τη κατανάλωση χαμηλού θερμιδικού περιεχομένου. Ολες τις κοπέλλες που διατρέφονται με χαμηλά θερμιδογόνα γεύματα έχουν πρόβλημα επαρκούς λήψης ασβεστίου.
  • με κατανάλωση υψηλού ποσοστού πρωτεΐνης στην ημερήσια διατροφή,
  • με κατανάλωση χαμηλού ποσοστού πρωτεΐνης στην ημερήσια διατροφή,
  • με διατροφή ελλειπή σε ορισμένα αμινοξέα.
Θρεπτικά Συστατικά για την Ανάπτυξη και Διατήρηση των Οστών.

Ασβέστιο: Λαμβάνοντας υπόψη ότι η απορρόφηση του ασβεστίου στη φυσική διατροφή με τα τυπικά χαρακτηριστικά ανέρχεται στο 25-35%, η συνιστώμενη ημερήσια ποσότητα σε ασβέστιο για ένα ενήλικο μη αθλούμενο άτομο ανέρχεται σε 800 mg. Στη περίπτωση δε μιας γυμναζόμενης γυναίκας που πάσχει από αμηνόρροια η ημερήσια ποσότητα ασβεστίου για τις ανάγκες του οργανισμού της μπορεί να ανέλθει σε 1500-2500 mg. Είναι δε καλό να συνδυάζεται με λήψη βιταμίνης D η οποία βοηθά στην απορρόφηση του ασβεστίου.

Τροφές που περιέχουν ασβέστιο είναι φυσικά τα γαλακτοκομικά προϊόντα που παρέχουν τα 60-75% του προσλαμβανομένου από τον οργανισμό ασβέστιο, καθώς και τα πράσινα λαχανικά. Επίσης ασβέστιο παρέχουν οι ξηροί καρποί, ο κρόκος αυγού, τα κρεμμύδια, τα σύκα, τα δαμάσκηνα, το πίτουρο και από τα θαλασσινά τα μύδια, τα στρείδια οι σαρδέλες και ο σολωμός. Τα σκληρά τυριά περιέχουν περισσότερο ασβέστιο και λιγότερα λιπαρά από τα μαλακά τυριά.

Επίσης τροφές σε βιταμίνη C (πορτοκάλια, κίτρα, κουνουπίδι, πράσινες πιπεριές δημιουργούν όξινο περιβάλλον κατάλληλο για την απορρόφηση του ασβεστίου.

Αλλες πάλι τροφές εμποδίζουν τον οργανισμό να αφομοιώσει το ασβέστιο όπως: αλκοόλ, σπανάκι, μαϊντανός, φυτικές ίνες (μετακινούν τις τροφές πολύ γρήγορα μέσα στο έντερο για να απορροφηθεί το ασβέστιο), αναψυκτικά με ανθρακικό (περιέχουν φωσφορικό οξύ και εκτοπίζουν το ασβέστιο), καφεΐνη, νάτριο.

Δεν είναι απαραίτητο να βγουν αυτές οι τροφές από το διαιτολόγιο, μπορεί όμως να αποφεύγεται ο συνδυασμός τους με τροφές πλούσιες σε ασβέστιο. Για παράδειγμα, μην πιείτε τσάϊ και φάτε μούσλι για πρωϊνό και μετά πιείτε κι ένα ποτήρι γάλα για το ασβέστιο, ή μην πίνετε αναψυκτικά, ενώ τρώτε ένα τοστ με τυρί. Αφήστε να περάσει τουλάχιστον μία ώρα μετά τον πρωϊνό καφέ και ύστερα φάτε το γιαούρτι σας. Καλύτερα να στοχεύετε στη λήψη ασβεστίου σε διάσπαρτες ποσότητες κατά τη διάρκεια της ημέρας, παρά μονομιάς σε ένα γεύμα

Το μαγνήσιο είναι ένα στοιχείο που επίσης βοηθάει στην επιτάχυνση της απορρόφησης του ασβεστίου από το έντερο και στη παραγωγή της βιταμίνης D, που παίζει ρόλο στο επίπεδο των ορμονών του παραθυροειδούς που ρυθμίζουν το ασβέστιο. Τροφές πλούσιες σε μαγνήσιο είναι το σπανάκι, ηλιόσποροι, φακές, φασόλια, πράσινα λαχανικά, μπανάνα, αβοκάντο και πατάτες.

Το βόριο είναι ένα μέταλλο από παλιά γνωστό για την ανάπτυξη των φυτών. Τα τελευταία χρόνια ανακαλύφθηκε πως παίζει σημαντικό ρόλο στο μεταβολισμό του ασβεστίου. Μελέτες έχουν δείξει πως αν η διατροφή μας περιέχει φρούτα και λαχανικά πλούσια σε βόριο, ο οργανισμός μας αφομοιώνει το ασβέστιο καλύτερα, καθώς δρα στην αύξηση των οιστρογόνων στο αίμα και ως εκ τούτου προστατεύει τον οργανισμό μας από τις οστεοπορωτικές αλλαγές.

Αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί στην ηλικία των 65 χρόνων οι γυναίκες χορτοφάγοι έχουν μόνο 18% απώλεια οστών σε σύγκριση με αυτές που αποφεύγουν τα λαχανικά και έχουν απώλεια περίπου 35%. Πολύ καλές πηγές επίσης σε βόριο είναι το αβοκάντο και οι φακές.

Αλλοι διατροφικοί παράγοντες στήριξης και διατήρησης των οστών είναι:

ο ψευδάργυρος που βρίσκεται στο κρέας και στα όσπρια, τα θαλασσινά και τους ξηρούς καρπούς.

ο χαλκός που βρίσκεται στους σπόρους και στα οστρακοειδή, στο συκώτι, το κρέας τα όσπρια και τους ξηρούς καρπούς.

το μαγγάνιο που βρίσκεται στα σιτηρά, στα διάφορα δημητριακά και στο μαύρο τσάϊ, και

το φθόριο όπου καλή πηγή είναι επίσης το μαύρο τσάϊ και ο σολωμός.

 

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  1. Avlonitou E. Γυναίκα και Αθληση. Εκδόσεις Τζιάς Εκδοτική-Διαφη-μιστική, Αθήνα, σελ. 97-110, 1993.
  2. Avlonitou E., Georgiou E. Douskas G, louizi A. “Bone mineral density in swimmers”. International. Journal. of Sport Medicine. Vol., 18: 363 – 368, 1997.
  3. Cann CE., Cavanaugh DJ., Schnurpfied K. Martin M. “Menstrual history is the primary determinant of trabecular bone density in women”. Medical Science in Sports and exercise 20(2):, (Suppl: S59), 1988.
  4. Cann CE., Martin MC., Genant HK, Jaffe RB. “Decreased spinal mineral content in amenorrheic women”. Journal of American Medical Association 251: 626-629, 1984.
  5. Drinkwater BL., Nilson K., Ott S., Chesnut CH., Bremner WJ., Shainholtz S. et. αl. “Bone mineral content of amenorrheic and eumenorrheic athletes”. New England Journal of Medicine 311:277-281, 1984.
  6. Drinkwater BL., Nilson K., Ott S., Chesnut CH. “Bone mineral density after resumption of menses in amenorrheic athletes”. Journal of American Medical Association 256: 380-382, 1986.
  7. Frisch R.E., Gotz-welbergen A.V., McArthour J.W. Albright T., Witschi J. Delayed menarche and amenorrhea of college athletes in relation to age of onset of training. Journal of American Medical Association 246: 1559-1563,1981.
  8. Frisch R.E., Wyshak G., Vencent L. Delayed menarche and amenorrhea of ballet dansers. New England Journal of Medicine 303: 17-19, 1980.
  9. Jakobson PC. Beaver W., Crubb SA. et. al. “Bone density in women: college athlete and older athletic women”. Journal of Orthopaedic Research 2:328-332,1984.
  10. Krolner B., Toft B., Nielsen SP., Τonderοld, E. “Physical exercise as prophilaxis against involutional vertebral Bone loss: A controlled trial’. Clinical Science 64:541-546, 1983.
  11. Linnell S.L., Stager J.M., Blue P.W. et.al. “Bone mineral content and menstrual regularity in female runners.” Medicine and Science in Sportw & Exercise. 16:343-348, 1984.
  12. Marcus R., Cann C., Madvig P., Minkoff J. Goddard M. et.al. “Menstrual function and bone mass in elite women distance runners: endocrine and metabolic features”. Annals of Internal Medicine 102: 158-163, 1985.
  13. Oyster N., Morton M., Linnell S. “Physical activity and osteoporosis in post-menopausal women. Medicine and Science in Sports & Exercise. 16: 44-50, 1984.
  14. Snead DB., Weltman A., Weltman JY., Evans WS., et.al. “Reproductive hormones and bone mineral density in women runners”. Journal of applied Physiology 72: 2149-2156, 1992.
  15. Snow-Harter C., Bouxsein M., Lewis B. et. al. “Muscle strength as a predictor of bone mineral density in young women”. Journal of Bone Mineral Research 5: 589-595, 1990.
  16. Snow-Harter C., Marcus R. “Exercise, Bone Mineral Density and Osteoporosis”. J. Bone Mineral Res., 351-388, 1991.
  17. Warren M.P. “The effects of exercise on pubertal progression and reproductive function in girls”. Journal of Clinical Endocrinology and metabolism 51: 1150-115, 1980.